Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


ΚΗΡΥΞ Σου λέω στην πόλη ενάντια μη θες να κάμης. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Και γω σου λέω τα περιττά σε με μην κρίνης ΚΗΡΥΞ Σκληρός ο λαός, μια που απ’ τον κίνδυνο γλυτώση. ΑΝΤΙΓΟΝΗ Σκλήριζε, μα όμως άταφος αυτός δε μένει. ΚΗΡΥΞ Μα αυτόν που η πόλη εχθρεύεται, συ θα τον θάψης; ΑΝΤΙΓΟΝΗ Έχει κριθή από τους θεούς τώρα πιά τούτος. ΚΗΡΥΞ Όχι όμως πριν σε κίνδυνο ρίξη τη χώρα.

Πείνασα, δίψασα, υπόφερα, και είδα από σιμά μέσα στα εργοστάσια κ' εγώ, ένας απλός εργάτης, είδα από σιμά τη μεγάλη καταπίεση, είδα από σιμά τα βάσανα, τις πίκρες, τις αδικίες, τους θανάτους. Είδα από σιμά την αγριότητα, την ατιμία, και μπήκα και γώ, και βουτήχτηκα και γω, κ' έπαθα και γώ.

Δεν είνε καλήτερα να τον περιφρόνησης· να φανής μάλιστα και γενναιόδωρος; — Α! μάλιστα· αν είν' έτσι μάλιστα· είμαστε σύμφωνοι· είπε σοβαρά· ας το πάρη. Να ξέρης εμείς οι Ευμορφόπουλοι, έτσι είμαστε πάππου προσπάππου· χαρίζαμε. — Αυτό λέω και γω. — Κ' έπειτα, μωρέ κόρη μου, τι θα πάρη ο χαμάλης; ένα παλιόσπιτο. Ό,τι αξίζει ένα χαλίκι του Ευμορφόπουλου δεν αξίζει όλο σου το χτήμα.

Μα δε σ' αφίνουν οι άλλοι· οι απόξω δε σ' αφίνουν. — Τι απόξω, αδερφέ; Θέλω να πάρω τον παρά μου. — Το ξέρω ποιος σε βάνει· το ξέρω! εξακολούθησε με πείσμα ο Αριστόδημος. Κείνος ο Θεομίσητος, το χτήνος, ο παλιάνθρωπος! Α, θαν του δείξω γω! επρόσθεσε κινώντας φοβεριστικά το χέρι του κατά κείθε. Θαν του δείξω γω... θαν του στρήψω το καρύδι έτσι να!.. έτσι να!..

Η άρρωστη άρχισε νανεβαίνη στο βράχο κιο Δρακογιώργης αφήκε πάλι τη δουλειά τον και μουρμούρισε: — Είντα πάει 'κειά πάνω να κάμη; Εκουζουλάθηκε; Να πάω θέλω 'γώ να δω. Αλλά πονηρός διαλογισμός τον μπόδιαε με άλλη και πειο δυνατή περιέργεια.

Τώρα, είταν η Αρετούλ' από μέσα, δεν είταν, ένας Θεός το ξέρει. Μα γυναίκα που είδε κ' έπαθε πολλά στη ζωή της δε χρειάζεται δα και δάσκαλο να της πη πως δυο και δυο κάνουν τέσσερα! Περμ. Από το Θιό να το βρης, που αβάνιασες το πιο τιμημένο κορίτσι μας δίχως να δης δα και τίποτις! Πιπ. Μηγαρή σου είπα γω πάλι πως τάψησαν κιόλας; Αρραβώνας, σου είπα, μυρίζει. Περμ.

Αλλ' ο Τερερές, άνθρωπος φρόνιμος, περιωρίσθη εις άμυναν, η δε υποχώρησις του Μανώλη έδωκεν εις τους κτίστας καιρόν να παρέμβωσι. — Καλά, είπε τότε ο Μανώλης, άλλη βολά θα σου δείξω 'γώ πώς με λένε. — Όντε θες, μωρέ, απήντησεν ο Τερερές. Έπειτα δε είπε με χλεύην, σείων την κεφαλήν: — Γιάε, μωρέ, άντρας και φοβερίζει κιόλα! Άδικο να σου λάχη, βούιδαρε!

Δε θα λα τον λησμονήσω ποτές το Φώτο μου, μούλεγε, τι μώχει κάψει του μαύρου την καρδιά με το θάνατό του. Και κατά την παραγγολή που μ' άφινε στο ψυχομάχημά του, θα λα ξεθάψω μια μέρα τα κοκκαλάκια του και θα λα τα πάω στο Σούλι, γιατ' ο καϋμός του Σουλιού εστάθηκε θάνατός του. — Κι ο καϋμός της Χάιδως. Είπα γω με το νου μου.

Αυτές τις μέρες, χωρίς να μπορώ να το εννοήσω πώς και γιατί, μου ήρθε συχνά στο νου το θαλασσινό ταξίδι, που κάμαμε με την Έλσα. Μου ήρθε μαζί με την ανάμνηση του βωβού αγώνα, που έκαμα να την καταφέρω ναγαπήση εκείνο που αγαπούσα και γω. Κ' η ανάμνηση πως το κατώρθωσα κι ωστόσο δεν το κατώρθωσα μ' ερέθιζε και μ' ανησυχούσε μαζί.

Α θέλη ο Θεός, θα σας έρθουνε αγγελούδια κατόπι, και θα πλημμυρίση ο νους σας από έννοιες που τις φέρν' η αγάπη. Μην το θαρρής, Αρετούλα, πως θα το παραξηλώσω και γω. Θάχω και γω ταδερφάκια σου να με παρηγορούν, έχω και του Κωσταντή μας το τάξιμο, πως θα σε φέρη κοντά μου ανίσως και πάθουμε τίποτις. Είνε τώρα μεσάνυχτα περασμένα. Πήγαινε να συχάσης, παιδί μου, να μη φαίνεσαι κι αύριο αποσταμένη.

Λέξη Της Ημέρας

μούγγρισμ

Άλλοι Ψάχνουν