Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
ΤΡΙΝΚ. Ψέμματα, αμαθέστατο τέρας· εγώ έχω μούτρο να βάλω κάτου ένα χωροφύλακα· και τι, ψάρι βρώμιο, ευρέθηκε ποτέ άνθρωπος φοβιτσιάρης να πιη όσο ‘γώ σήμερα; Τολμάς και λες ψέμμα τόσο χοντρό και ολάκερο εσύ, που είσαι μισό ψάρι και μισό τέρας; ΚΑΛΙΜΠ. Ιδές! πώς μ' αναπαίζει! θα τον αφήσης, αφέντη μου; ΤΡΙΝΚ. «Αφέντη μου» λέει! Ένα τέρας νάναι έτσι κουτόμυαλο! ΚΑΛΙΜΠ. Να το, να το πάλι 'πίσω.
— Α συφωνή ο κυρ Αλεξαντράκης, λέει ο Μυλόρδος, ίσως καλλίτερα έτσι. Έχω να τακούσω και κάμποσα χρόνια. — Μπράβο, και γιατί όχι; αποκρίνεται ο Αλεξαντράκης· να τα καλομάθω και γω. — Κρίμας που δεν είνε χειμώνας, να ψήνουμε και κάστανα, λέει η Κερά Φωτεινή εκεί που έρραβε. Να σας φέρω όμως μερικούς πεπονόσπορους.
Και πλησιάσασα της ωμίλησε στοργικώς και την εθώπευσεν, ενώ η Μαργή την απώθει με κινήσεις ωργισμένου παιδίου. — 'Ντά θέλω 'γώ το κακό σου, παιδί μου; Ένα λόγο σου 'πα. Δε θες; Δε θέλω κ' εγώ. Δεν εχάλασ' ο κόσμος. — Μα, για όνομα του Θεού, είνε για μένα τέτοιος άντρας; Τόσο παραρριμένη 'μαι 'γώ να πάρω αυτό τανεμπαίγνιδο του κόσμου; Από τούρκικη μπάλα να πάη καλλίτερα, γη και ουρανέ μου!
— Θυμούμαι 'γώ εδά και τόσους χρόνους είντα 'κανε ο πάσα είς; είπε με δυσφορίαν ανθρώπου αναγκαζομένου να ψευσθή. — Εγώ 'νόμιζα, σιορ Γιωργάκη, είπεν ο Σμυρνιός, στραφείς από την θύραν όπου έπλυνε τους ναργιλέδες του, πως στα 21 ήσουνε μικρός. — Εγεννήθηκα το μεγάλο σκοτίδι· λογάριασε· 1797 ως τα 1821 πόσα έχομε; — Εικοσιτέσσερα. Ώστε ήσουν εικοσιτεσσάρω χρονώ; — Σωστά.
Ο Ψυχομάνης τάχασε πλιότερο. Εκούναε του Καναβιού το σελάχι στα χέρια κ' εγύρεβε λόγια. ε μασιέται, Κυρ-Λοχία μου! Δεν τρώεται πλιο! Μου χρωστάει δυόμιση δραμές από φαΐ και καφέδες. Του λέω να μου τις δώκη· δεν έχει, λέει σα βγη όξω, λέει. Και που θα τόνε ξαναϊδώ γω, Κυρ-Λοχία μου; Του πήρα γιά το σελάχι, να μου τις φέρη.
Ο ξένος απήντησεν εις την τελευταίαν παρατήρησιν του Γύφτου. — Φτειάσε μου, όσα θέλεις, και βάλε τα δυνατά σου. — Όσα θέλω; — Βέβαια. — Μη τα έχης χαμένα; είπεν ο Γύφτος μη δυνηθείς να κρατηθή. — Διατί; είπεν ο ξένος, χωρίς να φανή δυσαρεστηθείς. — Οι μουστερήδες που κάμνουν παραγγελιαίς, ξεύρω 'γώ, εμυρμύρισεν ο Γύφτος, λέγουν σωστά πράγματα, πόσα τους χρειάζονται.
Είχε πλαστεί να γίνη ευτυχισμένη κ' έπειτα να πεθάνη κ' ήρθε η μέρα, που είτανε σκληράδα να ήθελε κανείς να τη βιάση να ζήση. Δεν μπορούσε να λυπηθή λίγον καιρό κ' έπειτα να λησμονήση. Μπορούσε μόνο να λυπάται και να πεθάνη. Και γω έπρεπε να γνωρίζω πως έλεγε πάντα την αλήθεια και την έλεγε περσότερο τότε όταν τα λόγια της μου φαινόντανε παράξενα κι απίθανα.
Ω αιμοπότη , βδελυρέ, προδότη, αχρείε, άκαρδε, ωμόψυχε, μιαρέ, κτήνος, αχρείε! Ω εκδίκησις! Α! Τι γομάρι 'πού 'μαι 'γώ! Κύτταξε ανδρεία μεγάλη! Εγώ, το τέκνον δολοφονημένου καλού πατρός, οπ' ουρανός και Άδης με σπρώχνουν εις την εκδίκησιν, εγώ θα ξεθυμαίνω με λόγια , ως μια δημόσια, και θα καταριώμαι ακατάπαυτα, ως κάμνει μια γλωσσού σαρώτρα. Ουφ! εντροπή μου! — Εγκέφαλέ μου, εδώ σε θέλω. Στάσου!
— Εσύ φταις, Κεριάκο· κανένας άλλος, — Μα σα δε σ' αφίνουνε ήσυχο. — Ο φρόνιμος άθρωπος κάνει μιαν απόφασι, την καλλίτερη και ησυχάζει· σου τόπα κι' άλλη φορά! Ήδωκες το λόγο σου; βάσταξέ τονε· ευτά ξέρω γω. Και εσήκωσε τη βουκέντρα και έβαλε το ζερβό του χέρι στο αλέτρι απάνω. — Καλό βράδυ, μπάρμπα, είπεν ο Κεριάκος και αργοπατώντας, απομακρύνθηκε.
Η εποχή αυτή είτανε τόσο πικρή, γιατί τότε είταν η μόνη φορά στη ζωή μου, που η καρδιά μου φάνηκε σκληρή σ' αυτή, και φάνηκε γιατί εννοούσα τόσο λίγο. Τέλος κατάντησε να κλειστώ και γω στον εαυτό μου, όπως αυτή, γιατί με κυρίεψε η θλίψη κ' η θλίψη πήρε φωνή και τα τραχιά λόγια τρέμανε στον αέρα γύρω μας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν