Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
— Χαλώ τα 'γώ, μα δεν τα χαλά ο κύρης μου. Και με πάσαν αφέλειαν διηγήθη όσα συνέβησαν μεταξύ αυτού και των Θωμαδιανών, ως και όσα είχαν λεχθή μετά των γονέων του κατά την παρελθούσαν εσπέραν. Η Καλιώ εδικαίωσε τον Μανώλην και τον ενίσχυσε με τους συμπαθητικούς της λόγους εις την ιδέαν του ότι ήτο θύμα. Τους ήξευρε αυτή τους Θωμαδιανούς τι βιλάνοι και χοντροκέφαλοι ήσαν.
Είμαι βέβαιος που όταν ακούτε τέτοια λόγια, παίρνετε το σύστημα που πήρα και γω μ' όσους έρχουνται και με λεν που η γλώσσα μας θέλει διόρθωση ή που είναι πρόστυχη και βάρβαρη. Χαμογελώ μ' όση γλύκα μ' έδωσε ο Θεός, κάμνω το χαρούμενο, κουνώ χίλιες φορές το κεφάλι, το βάζω ίσια με κάτω κι όλο λέω· «Ναι! Ναι!
— Πού 'με 'δες κ' εγύριζα, είπε με δυσφορίαν αδικημένου ο Μανώλης. Οι μαστόροι αργήσανε να σκολάσουνε ύστερα πήα στον ποταμό και πλύθηκα κιαπού τον ποταμό ήρθα ντρέτα στο σπίτι. — Εμένα, μωρέ, θα τα πουλήσης αυτανά; Όντεν επήαινες εσύ εγύριζα 'γώ.
— Θες να πης πως τώρα δεν αγαπούνε; ρώτησα 'γω. — Δε βαριέσαι! είπεν ο Βασίλης.
— Κίνησες να πας, προσέθηκε, με τόσα χιόνια! — Λυπάται κανείς, υπέλαβεν ο γέρων. — Λυπάται κανείς! μα εγώ δεν έχω ψυχή; Πέτρα έχω 'γώ;
Και πού είν' αυτή η Ευρώπη; — Να, ξεύρω κ' εγώ; αυτού που είναι το παιδί μου. Δεν άκουσες να λένε τίποτε για το παιδί μου; — Όχι, κυρά. Και πώς το λένε το παιδί σου; — Αμ' ξέρω και γω μαθές; Ο νουνός του το βάφτισε Γιωργή, και πατέρας του ήτανε ο Μιχαλιός ο πραγματευτής, ο άνδρας μου.
Για αφτό κι' εσένα κλαίω γω με σπλάχνα πληγωμένα, 773 θρηνάω μαζί κι' εμένανε· τι φίλο πια δεν έχω, λόγο καλό δε θ' αγρικώ, τι μ' αποστρέφουνται όλοι.» 775 Έτσι είπε, κι' έκλαιγε έπειτα το πυκνωμένο πλήθος. Και τότε ο γέρο-Πρίαμος στους Τρώες λέει διο λόγια «Τώρα, παιδιά μου, σύρτε πια για ξύλα, δίχως φόβο από καρτέρι των οχτρών.
Όσο περισσότερο τον καταφρονήσουν οι άλλοι, τόσο περισσότερο θα θελήση να τους πη· «Κάτι είμαι και γω και θα το διήτε». Θα στολιστή, θα συγυριστή για να τον καμαρώση ο κόσμος.
Κι αφτό θέλει καιρό. Στο Παρίσι έχουμε να κάμουμε μάλιστα με το παραπάνω. Για τούτο και γω δεν το κατορθώνω να καταπίνω βιβλιοθήκες. Να μη νομίζη λοιπόν ο κόσμος πως φυλάω μέσα στο νου μου όσα γράφουνται στην Αθήνα. Βέβαια όχι, και το λυπούμαι, μα δεν μπορώ να ταλλάξω. Θα μου άρεζε να τα διάβαζα όλα. Δε θα πη όμως αφτό πως πρέπει κανείς όλους να τους χωνέβη και να του αρέσουν όλα.
Ο Σαϊτονικολής μειδιών αντήλλαξε βλέμμα με τη γυναίκα του. — Πρέπει πως δε θέλει παντριγιά, είπε ... Καλά, παιδί μου, δε θα σε βάλω με το ζόρε. Σα δε θες, κ' εγώ δε θέλω· εσύ θα παντρευτής, δε θα παντρευτώ 'γώ. Η μάννα σου μούπε πως προθές, λέει, τση 'πες ορθά κοφτά πως σαρέσει το Πηγιό του Θωμά· μα πρέπει πως θα τώδε όνειρο. Εγέρασε κιόλας η καλορίζικη κείνε συμπαθισμένη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν