Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
Μα τι βαστούσε δεν μπορούσε να θυμηθή η Ουρανίτσα. Άμα ξύπνησε το είπε της μάννας της. — Καλό όνειρο, καλότυχη. Γράμμα βαστούσε το περιστέρι στη μυτίτσα του. Θα μας φέρη γράμμα. Και κόκκινη κορδέλλα. Το κόκκινο γρήγορο είνε. Θάχωμε γράμμα με το δίχως άλλο σήμερα. Δεν έχει^ σωθήκαν τα ψέμματα. Η Ουρανίτσα έγινε κατακόκκινη σαν το τριαντάφυλλο. Η ωμορφιά της έλαμψε στην αυγή. Ήταν χαράματα ακόμα.
Σ' όλα τα άλλα καλή και άξια, μάλαμα γυναίκα». Γι' αυτό κ' η Αννίτσα τη συμπονούσε και πήγαινε με τα νερά της. Ένα πρωί, πρώτη του Μαρτιού, η Ταρσίτσα σηκώθηκε χαρούμενη, σαν να είχε δει καλό όνειρο. Κάτι σιγοτραγούδησε από μέσα της, ύστερα πήρε κόκκινη κλωνά κ' έπλεξε το «Μάρτη». Ένα για την Αννίτσα, ένα για τον εαυτό της: Οπώχει κόρην ακριβή του Μάρτη ο ήλιος μην τη δη,
Ως τότε το παιδί μου ήξερε πώς είχε ένα πατέρα δυστυχή. Μα από τότε που το φρικτό το σκάνδαλο έσβυσε και το δικό μου τ' όνειρο εκείνο μιας νέας και ευτυχισμένης χαραυγής, από τότε που κι' δικές μου η ελπίδες χάθηκαν, το παιδί μου έμαθε πως δεν είχε πειά πατέρα. Ναι! ήταν φρικτό! Μαρία, γιατί να φύγης και να μ' αφήσης μόνο; Εσύ θα μ' έσωζες, αν έμενες; Μ α ρ ί α. Έφυγα για να σώσω το παιδί μου.
Η Ουρανίτσα ξαφνιζότανε στον ύπνο της, άκουγε τόνομά της «Ουρανίτσα μου, χάθηκα!» Πεταγότανε από το στρώμα σαν την τρελλή. Τίποτε. Ήταν όνειρο. Μόνο η νοτιά βούιζε όξω, και τα κύματα, που σπάζανε στο μώλο, χτυπούσαν στα τζάμια σα χαλάζι. ...Εκείνο το πρωί σηκώθηκε ήσυχη κ' ευχαριστημένη. Είχε δει καλό όνειρο.
Δεν πρέπει να είταν όνειρο. Δε θέλω να είταν όνειρο. Πέφτω και πλαγιάζω. Κοιμούμαι, δεν κοιμούμαι, πού να το ξέρω; Μέρα και νύχτα, ύπνος και ξύπνος είναι το ίδιο. Γέρνα από δω, γέρνα από κει. Πέφτω στο κρεββάτι και κυλιούμαι. Σφάλνα τα μάτια, σαν μπορείς. Μόνος! Ολομόναχος! Έρημος απόμεινα και μόνος. Έφυγε, έφυγε βιαστικά. Για να μη μας διή κανένας; Λέλα, Λέλα, πού είσαι;
Και εγώ θα είμαι οδηγός σ' εσένα για το ταξίδι σου και σ' εκείνη για το δρόμο της. Και νομίζοντας κι' αυτό ακόμη σημάδι εκείνων, που είδε στο όνειρό του, τη βγάζει στη στεριά με την ίδια τη ναυαρχίδα του. Και μόλις είχε βγη έξω η Χλόη, ακούεται πάλι από το βράχο ήχος σουραυλιού, όχι πια πολεμικός και τρομερός, παρά ποιμενικός και σαν να οδηγούσε τα κοπάδια στη βοσκή.
Ήλθε πάλιν με το κηράκι του το αναμμένο κ' εστάθη εμπρός μου και μου έφεγγε, και μ' ένα ασημένιο θυμιατό μ' εθυμίαζε με μοσχολίβανον. Σαν αλήθεια, σαν όνειρο. Κ' εκεί που επλησίαζε να σωθή τα κηράκι και να καή το μοσχολίβανον — ω ανέκφραστη στιγμή! — ακούω και μου φωνάζει με ρωμαλέαν φωνήν: — Μη φοβάσαι, Λαλεμήτρο! Ανέβα 'ς τα καπούλια, να σε πάγω 'ς την γυναίκα σου!
— Όχι! δεν είνε όνειρο, κι' ουδέ κοιμάσαι ακόμα Σ' έφερε τ' άλογό σου εδώ κομμάτια 'ςτό δισάκι Κ' εγώ, που μ' εξεγλύτωσες απ' τη σκλαβιά μια μέρα Εγώ με την αγάπη μου και με τα δάκρυά μου, Εγώ μ' αθάνατο νερό σ' ανάστησα, λεβέντη. Τώρ' αρματώσου γλήγορα, ανέβα 'ςτ' άλογό σου Και χτύπα το, σαν αστραπή 'ςτό σπήτι να φέρη.
Ένας ήλιος καλοκαιρινός έφεγγε μέσα της και τηνέ ζέσταινε. Μα τώρα εκείνο το γέλιο του παπά ήτανε σαν να την ξύπνισε από ένα όνειρο. Καθώς καθότανε σκυμμένη στο τραπέζι, τα χέρια της, πρώτη φορά, της φανήκανε ζαρωμένα, ματσιδιασμένα. Έκλεισε τα μάτια της να μην τα βλέπη.
Και πέρασες· στο διάβα σου δε σάλεψε ούτε φύλλο, όμως στο δρόμο απόμεινε και τρέμει μια πνοή από χαμένο ένα όνειρο κι από σβηστό ένα θρύλο για ένα χρυσό βασίλεμα και μια ιλαρή ζωή. Λιγνές σαλεύει ολάργυρες φωτίζει τις σημύδες μέσα στο δάσος ως περνά δροσόπνοη η αυγή, με τα σφεντάμια εφτάχρωμες παίζουν του ήλιου οι αχτίδες, λούζονται ξανθοπράσινα τα φράξα στην πηγή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν