Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Έπιασε με τα δυο ζαρωμένα χέρια της τα νερουλά και κρεμασμένα σαν αγελάδας βυζιά της όξω από το ξετραχηλισμένο πολκάκι της, τάσυρε, τα τράβηξε πολύ προς τα όξω, ίσα κατά τη σπάθα του υπενωμοτάρχου και σφύριξε αυτά τα λόγια σαν οχιά: — Να! χτύπα, μαγγούφη, χτύπα αν δεν έπιες ποτέ σου γάλα απ' τα βυζιά της μάννας σου... χτύπα, μαγγούφη!...
Είχανε ξεκαρδιστή όλοι από τα γέλια. Βαστούσαν τα σηκότια τους. Μονάχα ο Κυρ-Νικολάκης έκλαιγε, έκλαιγε πικρά. Πρώτη φορά τον είχανε ιδεί να κλαίη έτσι. Τον έπνιγε το άδικο. Έτσι από κλώτσου, κι' από μπάτσου, πήρε τον κατήφορο. Τα παιδιά τρέχανε από πίσω του με τα γιούχα και τον κυνηγούσαν. Τράβηξε κατά τα μάτια του, χάθηκε. Κανένας δεν τον είδε.
— Και τουλόγου σου δε φοβάσαι, θεια, είπε στη μάνα μου, πως και μένα μου κάνεις μεγάλο άδικο μ' αυτά που μου λες; Σα να μη άκουσε η μητέρα μου, τράβηξε προς τη θύρα και ξανάλεγε την κατάρα της: — Ο Θεός να σου δώση στη ψυχή σου το μεγάλο κακό που μούκαμες! Κιούτε γύρισε νακούση το φοβερό λόγο που της ήρθε στην πόρτα από το κρεβάτι της φθισικής: — Δεν πιστεύγεις, θεια, τα λόγια μιας ποθαμένης;
Είνε να μη γελάσω; Κάλλια που γελάω εγώ, πάρα να γελάνε οι ξένοι. Καληνύχτα. Έχω και λειτουργία το πρωί και παρακαθήσαμε με τις κουβέντες. Καληνύχτα, ξαδέρφισσα, κι' ο Θεός να σε φωτίση ναρθής στα λογικά σου. Σηκώθηκε βιαστικά ο παπάς, ξεδιάλυνε τα γένεια με τα δάχτυλά του και τράβηξε κατά την αντικρινή πόρτα. Η Ταρσίτσα έμεινε στον τόπο σαν νεκρωμένη. Ποτέ δεν της είχε μιλήσει έτσι ο παπάς.
Τσίριξε η γριά, ποιος την ακούγει! Τράβηξε και ξαναπήγε ίσια στα Τούρκικα. Το τι ακλούθησε την αποταχινή, δύσκολο δεν είνε να το μαντέψουμε τώρα. Βρέθηκε ο Μιχάλης ξερός ολίγο παρέξω από την πόρτα του πηγαινάμενος νανταμώση την κυρά Φρόσω στην εκκλησιά, νανάψουν ένα καντήλι στου Δημήτρη το μνήμα. Οι ίδιες ιστορίες, το ίδιο κακό, το ίδιο βουητό.
Όχι δα και πως τη μάδησε την ψυχή του η φτώχεια, που μάλαμα έπιανε και κάρβουνο γινότανε. Από τέτοιους πόνους η ψυχή του δεν έπαιρνε. Τον κρυφότρωγε όμως πάντα της πατρίδας ο ακοίμητος ο καημός, και σαν είδε κι απόειδε πως ελπίδα πια δεν του απόμεινε, σαν άρχισε κ' έννοιωθε στα γέρικα στήθια του την ανατριχίλα του χάρου, τόκαμε απόφαση και τράβηξε κατά τα παιδιακήσια λημέρια του.
Σας τράβηξε τα βαπόρι μαθές; Τι πάθατε; — Μας είχε καρφωμένους το καραντί όξω από την Αλόνησο. Σαν πέρασε το βαπόρι, κάναμε σινιάλο και μας ζύγωσε. Είπαμε πως έχουμε άρρωστο μέσα και μας τράβηξε. Η βάρκα είχε ζυγώσει στην αμμουδιά. Την κάθησαν στην άμμο με την πλώρη. Ο Γερο-Φλώκος έπιασε δυο μούδες τα βρακιά του και πήδησε στο γιαλό, θαλασσωμένος ως τα γόνατα.
Το γεγονός ότι ο Έφις αγόραζε ένα τόσο πολυτελή σκούφο τράβηξε την προσοχή και της πεθεράς του Μιλέζου. Κάλεσε τον υπηρέτη μ’ ένα νεύμα της κεφαλής και τον ρώτησε με μεγαλοπρεπές ύφος πώς ήταν οι κυράδες του. Στο κάτω κάτω ήταν γυναίκες ευγενικής καταγωγής και άξιζαν τον σεβασμό του καθωσπρέπει κόσμου.
Και τράβηξε κατά την κάμαρή της, σαν άνθρωπος που πήρε μια μεγάλη, μα πικρή απόφασι Την άλλη μέρα το σπίτι του παπά ήτανε άνω-κάτω. Η Αννίτσα είχε χαθή από το σπίτι. Αργότερα τους φέρανε τα μαντάτα πως την είχε κλέψει ο αγαπητικός της, ένα ώμορφο ξανθό παλληκάρι που δούλευε στο αντικρινό γιαπί.
Ο οδηγός κτύπησε το κουδούνι, κ' η γυναικούλα σηκώθηκε με χάρη, χαιρέτισε μ' ένα χαμόγελο τον μελαχροινόν κύριον και κατέβηκε απ' το λεωφορείο. Οι δυο επιβάτες γύρισαν απ' τα τζάμια και την κύτταζαν. Με το κεφάλι σκυμμένο πάντα τράβηξε το δρόμο που πήγαινε στο νεκροταφείο, το μεγάλο δρόμο με τα κυπαρίσσια. Ο πρώτος επιβάτης είπε στο δεύτερο: — Η καϋμένη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν