United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ύστερα από όλα αυτά, ο παπάς καλονύχτησε τη γριά και τράβηξε για το δωμάτιο, που πήγαινε πάντα ταχτικά και κοιμώνταν, κάθε φορά, που έρχονταν από το χωριό του, για να λειτουργήση.

Τα μισά του καράβια του τάκαψαν οι Βαντάλοι έξω από την Καρχηδόνα, τάλλα μισά τα ξανάφερε πίσω ανάπραγος. Παίρνουν τότες θάρρος οι Βαντάλοι και κατεβαίνουν ως τα ελληνικά τα παράλια. Εκεί όμως ο βασιλέας τους ο Γκιζερίχος βρήκε τους κατοίκους της Λακωνίας κάτι διαφορετικούς από το Βασιλίσκο, και τράβηξε καταπίσω, αφού πέρασε από τη Ζάκυθο και χάλασε κάμποσους.

Εκείνος ετοιμάσθηκε ν' αποκριθή, όταν κατέβηκε από το κελλί του κ' επέρασεν από μπροστά τους ο παππά Κύριλλος, μεσόκοπος άνδρας, λεπτός με μια μέση σα λιγνής γυναίκας, με μπαλωμένο μπινίσι, ξεθωριασμένο πλιο από τα χρόνια, σφιχτά ζωσμένος με ζώνη δερμάτινη και με παπούτζια συρτά. Εκαλημέρισε το γούμενο και τη μάννα του και 'τράβηξε κατά την οξόπορτα.

Στο μεταξύ δούλευε ως τόσο η Ευσεβία, κ' έστερξε τέλος πάντων ο Κωστάντιος να τον κάμη Καίσαρα τον Ιουλιανό. Ύστερα λοιπόν από έξη μήνες φιλοσοφία τράβηξε κατά τη Γαλατία, που είχε ανάγκη ο Βασιλέας εκεί από καλό Κυβερνήτη. Και φαίνεται πως πιδέξια τάβγαλε πέρα στη χώρα εκείνη, που τηνέ βασάνιζαν τότες οι Γερμανοί, επειδή σε πέντε χρόνια μέσα τους έδιωξε τους βαρβάρους.

Η Παυλίνα τράβηξε μια χρυσή καρφίτσα απ' τα μαλλιά της και τρύπησε άπονα το στήθος της κούκλας, για να ιδή αν είχε καρδιά μέσα της. Δεν βγήκε σταλαγματιά αίμα. Η καημένη η κούκλα δεν είχε καρδιά. Την άφησε τότε στη γωνιά της και την ξαναξέχασε.

Η γυναίκα σήκωσε το κεφάλι και με το χέρι της μέσα στο αλεύρι τράβηξε πίσω τη μαντίλα της. «Την άκουσες;», είπε χαμηλόφωνα υπονοώντας την Νοέμι. «Πάντα η ίδια! Η περηφάνια την κουμαντάρει......» «Δίκιο έχειείπε ο Έφις σκεφτικός. «Όταν είναι κανείς ευγενής είναι ευγενής, ντόνα Ρουθ. Βρίσκεις ένα νόμισμα χωμένο μέσα στη γη.

Ήτανε χωμένη μέσα σ’ ένα μπουλούκι μαζί με το Μίμη, που τη βαστούσε ακόμα μες την αγκαλιά του κ' έδιωχνε τους μασκαράδες που κάνανε σαν το μελίσσι γύρω της . . . Όταν αντίκρυσε η Λιόλια το Νίκο, έβγαλε μια φωνίτσα σαν ένα μικρό λυγμό-που δεν έδειχνε χαρά ήτον ή κλάμα; Ο Νίκος την έπιασ' απ’ το μπράτσο και την τράβηξε καταπάνω του· έπειτα γύρισε απότομα και κρατώντας το χέρι του προφυλαχτικά πίσω απ’ την πλάτη της, άνοιγε δρόμο μεσ' απ’ τον κόσμο με τα γόνατα και τους αγκωνές, με σκουντιές και σπρωξίδι, με τα «μπαρντόν» και «συγνώμη» και «λίγο τόπο περικαλούμε», κατά την πόρτα. . . Ο Μίμης έμεινε κόκκαλο Έπειτα έκανε να τρέξη το κατόπι, μα έλα που τα είχαν ιδεαστή όλα τα τρεχούμενα οι μασκαράδες και τονέ ζώσανε στη μέση, σάμπως να θέλανε να βγάλουν απάνω του το άχτι τους για την κερήθρα πούχανε χάσει. . . Εκεί που έβαζε ο Νίκος το παλτό του, με το Δάσκαλο κοντά που βγήκε να βοηθήση της Λιόλιας και να τους χαιρετήση, νά σου κι ο Μίμης, κίτρινος σαν το θειάφι, πούρθε να ζητήση το λόγο-: -Βρε συ!-του λέει του Νίκου με χολόπνιχτη φωνή-πως τραβάς το κορίτσι μέσ' απ’ τα χέρια μου πριν να τελείωση ο χορός; -Άιντε από 'δώ χαζέ! δε Θα σου δώσω λόγο!-του αποκρίθηκε ο Νίκος, που κι αυτός τάραζε σύσωμος από θυμό, σαν το καπάκι του τέντζερη που αφρίζει στη φωτιά.

Τράβηξε δηλαδή στο Ιπποδρόμιο, κ' εκεί μέσα σφιχτοκλείστηκαν όλες οι χιλιάδες που τον ακολουθούσαν. Ανέβηκε ο Υπάτιος στο κάθισμα, και του φωνάζανε τα πλήθη αποκάτω «Υπάτιε Αύγουστε, Του βίνκας». Σκοπός τους πάντα είτανε να χτυπήσουνε το παλάτι από το ιπποδρόμιο, αν κι ο Σενατόρος Οριγένης είτανε της ιδέας να παν και να πιάσουν άλλο παλάτι.

Τότες εκεί ο Μηριόνης τράβηξε πίσω στη στιγμή του δοξαριού την κόρδα870 μα τη σαΐτα του έτοιμη την είχε για να ρήξεικι' εκεί ψηλά στα σύγνεφα σαν είδε την τρυγόνα 874 πούφερνε κύκλους, τη βαράει στη μέση ενώ πετούσε 875 με τις φτερούγες ανοιχτές. Και γλήγορα η ψυχή της 880 της ήβγε μέσα απ' το κορμί, Κι' έπεσε πέρα αλάργα. Κι' όλος τριγύρω εκεί ο στρατός θωρούσε σαστισμένος.

Κανένας μας δεν καταλάβαινε την καρδιά του αλλουνού. Σε λίγο αναστέναξε, τράβηξε πάλι το τσιμπούκι, πέταξε ένα σύννεφο στο νταβάνι και μου είπε: — Άκουσε να σου πω μιαν ιστορία... — Άνοιξέ μου την καρδιά σου, Καπετάν Γιάννη. Πες μου τα όλα. Ποιος το ξέρει; Κι' ο φονιάς έχει καμμιά φορά το δίκηο του. Κ' οι ένορκοι ανθρώποι είνε σαν εμάς. Μπορεί να σε γλυτώσωμε. — Δε θέλω να γλυτώσω, είπε.