Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025


Η παπαδιά έβραζε μέσα της. Τράβηξε το σκαμνί της και γύρισε απ' την άλλη μεριά. — Έγινε βαπόρι η παπαδιά, είπε ο παπάς στο ανηψίδι του. Μα κ' εγώ έκανα καπετάνιος. Ξέρω και κυβερνώ βαπόρια, τέτοια και μεγαλύτερα. Η παπαδιά δε σήκωνε από αστεία. Τινάχθηκε απάνω, πέταξε με ορμή το μαχαίρι και το μήλο που καθάριζε κ' έφυγε στην άλλη κάμαρη.

Και τη λαβωματιά ο γιατρός θα πιάσει, και βοτάνια 190 θα βάλει απάνου τους πικρούς να σταματήσει πόνουςΈτσι είπε, και το θεϊκό διαλαλητή του κράζει «Ταρθύβη, τρέχα το Μαχά εφτύς εδώ να φέρεις, τ' άξιο βλαστάρι τ' Ασκληπιού, τ' ασύγκριτου χερούργου, για να κοιτάξει την πληγή του βασιλιά Μενέλα 195 που κάπιος τον σαΐτεψε, τεχνίτης στο δοξάρι, Τρώας ή σύμμαχος, τιμή για αφτόν, για μας λαχτάρα.». Είπε, κι' ο κράχτης άκουσε του βασιλιά το λόγο, και τράβηξε να πάει γοργός, μες στου στρατού την πύκνα γυρέβοντας τον αρχηγό Μαχά.

Μπροστά αυτός και πίσω πεζοί και καβαλλάρηδες, τράβηξε μακρυά κατά το κάστρο, στη μεγάλη τη σιδερόπορτα για να δεχθή το βασιλόπουλο. Έξω απ' το κάστρο αγκαλιαστήκανε ο βασιλιάς με το παιδί του. Και σαν εφιληθήκανε γλυκά, τούβαλε την κορώνα στο κεφάλι του, καινούργιος βασιλιάς, να περάση τη σιδερόπορτα να μπη στην πολιτεία. Μισοούρανα σηκώθηκε η χαρούμενη χλαλοή των πιστών του.

Όταν συνήλθε με τράβηξε κοντά του. «Αγαπημένε μου ανιψιέ», μου είπε αγκαλιάζοντάς με, «ήρθες σε μένα να πάρεις την θέση του, και θα κάνω ότι περνά από το χέρι μου να ξεχάσω ότι είχα ποτέ ένα γιό που μπορούσε να φερθεί με τέτοιο απαίσιο τρόποΜετά γύρισε και ανέβηκε την σκάλα.

Τράβηξε το κρασί και κίνησε να φύγη, ξαναλέγοντας: — «Και του χρόνου τα Χριστούγεννα... και του χρόνου με τον άντρα σου εσύ, με τον πατέρα σου και με μια καλή νύφη εσύ... εκείνη ντε με τα κατσαρά μαλλιά.... τη γειτονοπούλα που ξέρεις....

Στερούσουν όμως, αν τύχαινε κ' ήθελες μάθημα τέχνης από το φυσικό, στερούσουν τα σκέλια, κρυμμένα καθώς είταν μες στα μακριά τα στιβάνια. Στέκετ' ομπρός στο μισόγεμο το σακκούλι ο Πανάγος. Γνωρίζοντας τις συνήθειες της λυγερής, το μαντεύει κατά που τράβηξε, και τηράει μαριόλικα προς τα κάτω.

Γυναικοδουλειές, ερωτοδουλειές, ξεράσματα. Εκεί στη γωνιά του εύρισκε την ησυχία του. Κάλλια μονάχος. Μονάχος ως που να φανή κανένας άνθρωπος σωστός, του παλαιού καιρού. Από το σούρπωμα ήτανε εκεί ο Μπαρμπα-Δημητρός. Αυτό το βράδυ είχ' αργήσει να φανή η παρέα του. Δηλαδή, να πούμε, ο Καπετάν Βαγγέλης. Ο Μπαρμπα-Δημητρός τράβηξε ωστόσο τα κρασάκια του, σιγά-σιγά.

Δεν το βρήκε ως τόσο εύλογο ο Βελισάριος να κατέβη ίσια στην Καρχηδόνα, μόνο τράβηξε κατά τη Μάλτα, κι από κει κατέβηκε σε μέρος της Αφρικής ονομαζούμενο Καπουτβάδα, πέντε μέρες δρόμο από την Καρχηδόνα.

Άκουσέ με και θα ιδής πως δε θα μετανοιώσης· τον συμβούλεψε γυρίζοντας αλλού το πρόσωπο. — Να μετανοιώσω! Όχι, Ελπίδα· δε φοβούμαι να μετανοιώσω όταν το λες εσύ. Μα πρέπει πρώτα να ιδούμε αν το δέχεται κι ο Αριστόδημος. — Α, όσο γι' αυτό μη σε μέλλει· είνε δική μου δουλειά. Η κόρη τράβηξε ίσα στο γραφείο κι άνοιξε θαρρετά την πόρτα. Μα στάθηκε στο κατώφλι ξυλιασμένη.

Ας όψωνται, Θεέ μου, συχώρεσέ με! αναστέναξε.. Έσβυσε το λύχνο και τράβηξε να πλαγιάση. Περπατούσε στις μύτες των ποδαριών να μη ξυπνήση την παπαδιά. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Άξαφνα στάθηκε σαν αλαφιασμένος. — Τ' είνε πάλι τέτοια ώρα; Η πόρτα χτυπούσε δυνατά. Ένα ραβδί έδερνε την πόρτα, νταπ-ντουπ, ολοένα δυνατώτερα, ανυπόμονα. — Ανοίξτε, λέω. Ανοίξτε. Θέλω τον παπά! νταπ! ντουπ!

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν