Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Φεύγω τώρα... μου σφύριξε στ' αφτί ένα μεσημέρι χειμωνιάτικο, κουφό, καταχνιασμένο κι άχαρο μεσημέρι. Κ' έφυγε· έφυγε στ' αληθινά, πέρασε σαν ίσκιος απάν' από τα δέντρα του κήπου μας, στάθηκε λιγάκι στη μουριά κάπως συλλογισμένο κ' έπειτα χύθηκε στο αντικρυνό μας σπίτι.

Εχούχλαξαν τα αίματα και κίνησαν ποτάμι, Αίματα μαύρα και θολά, σαν πίσσα σαν κατράνι, Σωριάστηκε τ’ άγριο θεριό στα πισινά του πόδια, Κι’ έγυρε ξάπλα καταγής προς τη δεξιά του πλάτη, Σαν πύργος ξεθεμέλιωτος, βαρύς, σεισμοσαρμένος.... Τέντωσε τον μακρύ λαιμό, τον ιδρωποστιμένο, Εγύρισε τα μάτια του και φάνηκαν τ’ ασπράδια, Εδάγκασε τη γλώσσα του, που είταν μακρειά δυο πήχες, Εμούγκριξε το ύστερο και μαύρο μούγκρισμά του, Κι’ άρχισε το απασμοδαρμό, τη μαύρην αγωνία.... Κι’ εκεί, που σπασμοδέρνονταν στην αγκαλιά του Χάρου, Και στριφογύριζε συχνά, σα λαβωμένο φείδι, Πότε απ’ τη δέξια τη μεριά και πότε από τη ζέρβια, Σβαρνίστηκε σβαρνίστηκε προς τη πορειά του σπήλιου Κι’ έπεσε κατακέφαλα μαλλιά-κουβάρι κάτω, Σέρνοντας πίσω του πολλά κοτρώνια και χαλίκια, Σα να είτανε ξαδέρφια του, πικρή νεκροπομπή του... Ματώθηκε όλος ο γκρεμός, κοκκίνησαν οι βράχοι, Και μες στο λάκκο στάθηκε το έρημο κουφάρι, Για να το φάνε λαίμαργα οι λύκοι και τα όρνια!

Πες του, μωρέ, πόλεμος έγινε δε μπορούσε παρά να χαθούν κι άνθρωποι. Ο μ π ί μ π α σ η ς κούνησε το κεφάλι του κι αποκρίθηκε «κι από μας τσοκ! Τόρα φευγάστε και το Σάββατο άμα έρθη ο διοικητής σας να φιλιωθούμεΚι ο μ π ί μ π α σ η ς έκαμε ένα βήμα να φύγη, όντας στάθηκε κι είπε: Ε! δεν είστε, σεις στρατιώτες, είστε κλέφτες!... Πες του γιατί, μωρέ; λέω στο δραγομάνο μου.

Ανόμοια όμως αυτή με τη Θεοδώρα σ' ένα πράμα, που δε στάθηκε κατόπι πιστή με τον άντρα της, μόνο ειπώθηκαν πολλά για τις αγάπες της μ' έναν κάποιο Θεοδόσιο από τη Θράκη. Πεντάξυπνη ως τόσο και φιλόδοξη, και τόσο αφοσιωμένη στα πολεμικά κινήματα του αντρού της, που σε πολλούς πολέμους τον ακολούθησε και τονέ βοηθούσε και μ' έργα και με την αντρίκια της γνώμη.

Και στάθηκε η Αμάχη ομπρός στα πλοία του Δυσσέα, πούταν στη μέση κι' άκουγες καλά απ' τα διο τα μέρη, 5 δεξά απ' τα ξυλοκάλυβα του Αία, και ζερβά σου απ' τ' Αχιλέα, πούσυραν τα τρεχαντήρια οι διο τους στις διο άκρες της απλογιαλιάς απ' αφοβιά και θάρρος· εκεί η Αμάχη στάθηκε και σκούζει και στριγγλίζει 10 άγρια, και σ' όλων την καρδιά των Αχαιών πυρώνει το θάρρος, για να πολεμάν κι' ακούραστοι να σφάζουν.

Σύνωρα τώρα θέλω να ιδώ την κλέφτρα του θησαυρού μας. Κ' ευθύς προστάζω νανοιχθούν οι σιδερόπορτες της φυλακής, να πάω ατός μου μέσα. Έβαλε μια φωνή κ' ήρθανε μέσα οι πιστοί του βασιλιά, αμέσως δίνει προσταγή να τον ακολουθήσουν, της φυλακής τις πόρτες να του ανοίξουνε. Τότε ο πρώτος απ' τους πιστούς στάθηκε κ' είπε: — Άκουσε, αφέντη βασιλιά. Του θησαυρού σου η κλέφτρα μήνες έρρεψε στη φυλακή.

Όμως αδιάφορος κι' ο γιος δεν έμεινε του Πάνθου άμα ο λεβέντης Πάτροκλος σκοτώθηκε, μον πήγε 10 κοντά του εκεί και στάθηκε και του Μενέλα τούπε «Θεόσπαρτε τ' Ατρέα γιε, Μενέλα πολεμάρχη, πίσω!

Μας πήρανε τα νερά, καπετάνιο. Ένα μπόι νερό. Γκουπ και γκουπ το σκαμπανέβασμα, μας σακάτεψε. Και στάθηκε χωρίς να πη άλλο λόγο. Ο Καπετάν-Μοναχάκης συλλογίστηκε. — Φλώκο παιδί μου, έλα στο τιμόνι να σκαντσάρης τον τιμονιέρη. Εγώ θα κατεβώ να ιδώ τι γίνεται, κι' ας ετοιμάσουν την τρούμπα. Προχώρησε με κόπο. Οι πόνοι τον έσφαζαν. Κομματιασμένος σε δυο. Σε λίγο ήρθε πάλι απάνω.

Έρριξε βλέμμα γιομάτο περιφρόνηση στον αδερφό του κ' ήρθε και στάθηκε μπροστά του ψιθυρίζοντας : — Ανάξιε! Οι ακροατές σηκώθηκαν μονόγνωμοι κ' ήρθαν να συγχαρούν και να συλλυπηθούνε τον Αριστόδημο. — Ευχαριστώ.... ευχαριστώ.... απαντούσε στον καθένα εκείνος, σφίγγοντάς τους τα χέρια. Ξέρετε· ηθέλησα να πλησιάσω το δαιμόνιον ύφος του Περικλέους, είπε μπιστεμένα στον Περαχώρα.

Είναι, φίλε μου, να τη βλέπης αυτή την εκκλησιά και να ραγίζ' η καρδιά σου, γιατί στον κόσμο δε στάθηκε απ' αυτή πιο τρομερώτερη ειρωνεία. Οι κλασικοί μας οι προγόνοι είχαν αμέτρητα «τεμένη» της Αφροδίτης, του Βάκχου, της Αθηνάς, γιατί τ' αγαπούσανε και τα τρία· και τη γυναίκα, και το κρασί, και τη γνώση.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν