Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Ο Ρένας στάθηκε κι' εξέταζε. Ήταν όλοι ναύτες με πολύ παιδικά τα πρόσωπα και τις κίνησες. Παιδιά σχεδόν ακόμα, τριών μηνών κληρωτοί. Δεν είχαν μάθει νάχουν τον εγωισμό στο πλύσιμο και στο συγύρισμα του εαυτού τους. Δεν πρόσεχαν και λερώνονταν πολύ εύκολα. Ύστερα, δεν τους ένοιαζε καθόλου να καθαριστούν. Είχαν όμως μεγάλη πονηρία στο παίξιμο, και χτυπούσαν με μεγάλην επιτηδειότητα και τέχνη.

Μα να κακοπάθη το ελάχιστο από έναν τιποτένιο, δεν το χώνευε. Ο Δημητράκης όμως δεν έκαμε το ίδιο. Στάθηκε και σταύρωσε τα μάτια του με τα μάτια του εχτρού του σα να ήθελε να τον βαλαντώση. — Ναι· του είπε με σοβαρή και άτρεμη φωνή· φεύγουμε· μα θα ξαναρθούμε· θα ξαναρθούμε και τότε ... Κ' έδειξε το γρόθο του στο Θεομίσητο. — Χα! χα! χα!... αποκρίθηκε με περιφρονητικό χασκογέλασμα εκείνος.

Ποτέ μου δε θα τη ξεχάσω αυτή τη γυναίκα. Στάθηκε τόσο ευγενική και τόσο περήφανη μαζή μου. Μούδειξε την αγάπη της χίλιες φορές. Στην αρρώστεια μου σαράντα μέρες ξενύχτισε στο προσκέφαλό μου. Ποια τίμια γυναίκα θα φερνότανε έτσι; Και τώρα ακόμα, τώρα που νευριασμένος εγώ από την ιδέα πως με κυνηγάει, της κακομίλησα σαν τον τελευταίο παλιάνθρωπο, αυτή φάνηκε ανώτερη κι' ευγενικώτερη από μένα.

Βέβαια, όσο βασίλευε Αυτοκράτορας δυνατόγνωμος και μεγάλος, καθώς ο Κωσταντίνος, ο Θεοδόσιος, ο Ιουστινιανός και τόσοι άλλοι, δεν πολυπείραζαν αυτά τασιατικά τα συστήματα· μάλιστα κι ωφελούσαν, καθώς θα δούμε σε λίγο. Όταν όμως ανέβαινε ανόητος Αυτοκράτορας καθώς τώρα, γέμιζε το παλάτι ραδιούργους και τυραννάκους, κι απ' όλους τους ο μεγαλήτερος κι ο περιφημότερος στάθηκε ίσως ο Ευτρόπιος.

Ψαχούλευε τη γη και άρχισε να βήχει και να ξερνάει αίμα∙ το πρόσωπό του ήταν μπλάβο, αλλοιωμένο. Ο Τζατσίντο νόμισε ότι πέθαινε. Τον ανασήκωσε, τον ακούμπησε με τις πλάτες στον τοίχο, στάθηκε από πάνω του και τον κοίταζε. «Πες το μου! Πες το μου!», ρέγχαζε ο Έφις ανασηκώνοντας τις ματωμένες του παλάμες. «Η μάνα σου σου το είπε; Πες μου τουλάχιστον ότι δεν ήταν εκείνη.» Ο Τζατσίντο ένευσε όχι.

Έβγαλε το καπέλλο του, προχώρησε, στάθηκε κοντά στο λείψανο και σταύρωσε τα χέρια. — Κείσαι λοιπόν νεκρά, ω μήτερ Θεών και κοιτίς ημιθέων! είπε άξαφνα με βροντερή και άτρεμη φωνή. Ναι κείσαι! επρόσθεσε κατεβάζοντας στο λείψανο το χέρι του και κυττάζοντας αυστηρά όλους.

Είταν ανιψιός ενός Ηγουμένου ο Παναγής. Και σ' αυτόν τον Ηγούμενο χρωστά τη μεγαλήτερή του την παραξενιά, που στάθηκε, καθώς θα δούμε κατόπι, κ' η μεγαλήτερη αρετή του. Η παραξενιά του είταν που ένα πράμα είχε παντού και πάντα στο νου του, κι άλλο δεν έλεγε παρ' αυτό: «Θα μας ξαναφυτρώση πάλι ο Κωσταντίνος» ώσπου κατάντησε να τονε βλέπη ο κόσμος, και να του φωνάζη, «θα μας φυτρώση ο Κωσταντίνος».

Τότες είναι που ο Χρυσόστομος πήγε και στάθηκε ανάμεσα στο λαφιασμένο Ευνούχο και στους αγριεμένους στρατιώτες που αγωνιζόντανε να τονέ σύρουν από τάσυλό του, Σαββάτο μέρα· και την αυριανή είχε λειτουργία και διδαχή του ξακουσμένου ρήτορα.

Ώρα την ώρα την πήρε ο ύπνος και αηδονάκια νανουρίζανε τον ύπνο της κι' ο γεροπλάτανος μουρμούριζε στους διαβάτες μη λάχη και την ξυπνήσουν. Ο κυνηγός, με το τουφέκι στον ώμο, στάθηκε αγνάντια και την κύτταζε. Του φάνηκε σα μεσημερνή νεράιδα πούκανε την κοιμισμένη, καρτερώντας να του πάρη τη μιλιά. Κ' έμεινε βουβός ώρα πολλή κυττάζοντάς την. Μα και νάθελε να μιλήση δεν μπορούσε.

Κάποιος εφώναξε τον αρχηγό, ο ένας έκραζε τον άλλο, κι άλλος εθαρρούσε πως ήταν πληγωμένος και κειτότανε χάμω σαν νεκρός. Θάλεγε κανένας πως βλέπει νυχτοπόλεμο χωρίς να υπάρχουνε καθόλου εχτροί. Κι αφού τέτοια τους στάθηκε η νύχτα, ξημέρωσε ημέρα πολύ τρομερότερη από τη νύχτα.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν