Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Τι μπορούσε να κάνει η λύπηση της ντόνας Νοέμι ενάντια στο κακό που τον βασάνιζε; Το μόνο που κατάφερνε ήταν να του το μεγαλώνει. Πήγε λοιπόν στο καινούργιο του αφεντικό και το βρήκε σκαρφαλωμένο επάνω σε μια σκάλα να κλαδεύει την κληματαριά κάτω από το δίχτυ που σχημάτιζαν τα κλαδιά της ροδιάς, κεντημένο με χρυσά φυλλαράκια.
'Σ τα Γιάννινα, τον καιρό του Αλήπασσα, ο Καραϊσκάκης, νειός ακόμα, χόρευε μια φορά μ' άλλα παληκάρια. Ενώ έσερνε, μπροστινός, τον Τσάμικο, κ' έκανε πολλές γύρες 'σ τον τόπο , όπως λεν, πέρασε την ιδία στιγμή ο Μουχτάρ πασσάς, γυιός τον Αλήπασσα. Η φουστανέλλα του Καραϊσκάκη σηκώθηκε τον ανήφορο καί φάνηκαν τα πλιάτσικα . Ο Μουχτάρ πασσάς πειράχτηκε. Πήγε 'σ τον πατέρα του και παραπονέθηκε.
Και στων βοηθών το μέρος τρέχει με φοβερές φωνές, κι' οπλολαμποκοπώντας τους φάνη σαν Αχιλέας να πλάκωνε αντριωμένος. Και σ' όλους πήγε και φωτιά τους έβαλε, έναν έναν, 215 στο Μέδο και Θερσίλοχο, στο Μέστλη και στο Γλάφκο, στον Ιπποθό, Δεισήνορα, κι' Αστεροπιό, και Φόρκη, στο Χρόμιο τον παλικαρά, στον Έννομο το μάντη.
Μετά την αποφυλάκιση του πήγε στο Παρίσι, έπειτα στην Νεάπολη και καταστάλαξε ξανά στο Παρίσι, όπου εκθρονισμένος βασιλιάς του θεάτρου και της μόδας αποζητούσε στο πιοτό λήθη και παρηγοριά.
Οι ασβεστωμένοι Άγιοι . .Κι ο εκκλησιάρης, ένα γεροντάκι κοντοστούπικο μ' ένα πανωφόρι που τόσερνε στις πλάκες, πράσινο απ’ την παλιοσύνη κι όλο κεριά σαν τον ουρανό με τάστρα, με κάτι ψαρά γενάκια ολόγυρα στο κόκκινο μουτράκι του και γυαλιά σα δάσκαλος κ’ ένα σκουφί μαύρο καλογερικό στο κεφάλι, τις πήρε τις γυναίκες και τις πήγε μέσα στο ιερό και τους έδειξε μια μεγάλη Παναγία στον τοίχο, την «Πλατυτέραν των Ουρανών» με το Χριστό στα χέρια που κύτταζαν κ' οι δυο σοβαρά και μ’ ουράνια γλύκα.
Και πήγε στάθηκε σιμά και μες τη μέση μ' άχτι τις χτύπησε, ριζώνοντας τα σκέλια που η ρηξά του να κάνει θρήνος, και τους διο τους τσάκισε ρεζέδες. Μέσα απ' το βάρος έπεσε η πέτρα, και τριγύρω βούηξε η πόρτα δυνατά· κι' οι σύρτες δεν αντέχουν, 460 Μον σπάει η ξυλική άλλη αλλού με την ορμή της πέτρας.
Κι άμα ξαλάφρωσε από την πίκρα το Λάμωνα και τους δικούς του και τους εγέμισε χαρά, και θροφή εδοκίμασε και πήγε για ύπνο, όχι όμως δίχως δάκρυα κι αυτόνε, μόνο παρακαλώντας να ξαναϊδή τις Νύμφες στ' όνειρό του και νάρθη γλήγορα η μέρα, που του έταξαν τη Χλόη. Η νύχτα εκείνη του φάνηκεν ότι ήτανε πιο μεγάλη από όλες. Και τούτα γίνανε στο διάστημά της.
— Βρε, σκοτίζει βλέπω· είπε με απορίαν· μα την αλήθεια! επρόσθεσε μειδιών, δεν 'πήγε χαμένος ο κόπος μου· τώδωσα και κατάλαβε. Κ' έφερε πάλιν μετά βίας τα χείλη εις την τρύπαν μετά πάθους. Η ησυχία αποκατέστη πάλιν.
Εκείνη την ώρα έβαλε ένα αεράκι σιγανό κι ανάλαφρο, και το μονόξυλο πήγε τ' ανοιχτά. Θέλησα να το γυρίσω, μα του λόγου της με μπόδισε. Της άρεγε έτσι, μ' άρεγε και μένα έτσι τότες. Καψονιόπαντροι, να τα λέμε τόρα; Έτσι τραβήξαμε αρκετά, όντας ξάφνω σηκόνεται του λόγου της η κυρά αντάρα, κυρ μηχανικέ. Και να πης, σηκώθηκε λίγη, λίγη; Σα να την ξέρασε ξαφνικά κάνας δαίμονας.
Το αηδόνι κατέβηκε ένα κλαδί χαμηλότερα και ξαναείπε στην όμορφη χήρα: — Βλέπεις το μεγάλο δρόμο με τις ψηλές τις λεύκες; Αποκεί πήγε ο καλός σου. Πέρασε τη ρεματιά σαν αστραπή και σταμάτησε κοντά στη μαρμαρένια βρύση. Εκεί, κάτω από δυο γέρικες βαλανιδιές, είναι το σπίτι της καλής του. Η όμορφη χήρα έβαλε ένα βαθύν αναστεναγμό και σωριάσθηκε στο χώμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν