Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Τούρθε τότε να της δώση κι αυτηνής λίγα από 'κείνα που του περίσσευαν : τα κομμένα και μαραμένα λουλούδια του κάμπου αφού αυτός είχε μέσα του όλον τον ανθισμένο κάμπο αμάραντο για πάντα. . . Πήρε τα λουλούδια απ’ τα χέρια της Λιόλιας και πήγε κοντά στο κρεββάτι της Βεργινίας. Νά Βεργινία ! σου φέραμε και σένα λουλούδια· δώσαμε αρκετά και της θειάς Ελέγκως, που την ηύραμε εδώ απόξω.

Δέφτερους τους ξακουστούς Σολύμους πήγε και βάρεσε· γι' αφτό τον πόλεμο διηγούνταν 185 πως τάχα απ' όλους τούδωκε τον πιο μεγάλο κόπο. Τρίτες τις αντροδύναμες ξεπάστρεψε Αμαζόνες.

Μα και στην Πρωτεύουσα σαν έμνησκε η Αντωνίνα, κ' έλειπε στους πολέμους ο άντρας της, τονέ βοηθούσε πολεμώντας τις ραδιουργίες των εχτρών του, έχοντας πάντα και τη φιλία της Θεοδώρας. Του στόλου πάλι ναύαρχος είταν ο Καλώνυμος, κ' ύπαρχος του στρατοπέδου, δηλ. γενικός φροντιστής του στρατού, ο Πατρίκιος ο Αρχέλαος. Σαν τοιμάστηκαν όλα πήγε ο Πατριάρχης ο Επιφάνιος κ' έκαμε αγιασμό απάνω στο στόλο.

Μα δε μπόρεσαν, γιατί εκλείστηκαν οκτώ πασάδες, και έκαψαν και τη Θήβα, εκτυπήσαν και το ορδί του Τούρκου κοντά στο Πατραντζίκι, και το Ταλάντι επήραν και ο Κούρμας λαβώθηκε. Ήρθε ο Λιμπεράκης να πάρη το Σάλονα, μα ο Κούρμας τον πήγε του κυνηγιού στο Καρπενήσι και σε τρίχα να τόνε πιάση και ολοζώντανο.

Χωρίς να προφέρη λέξη γύρισε και πήγε στη μικρή κάμαρα του Σβεν. Έμεινε πολλή ώρα εκεί κι όταν ξαναγύρισε, είδα πως είχε κλάψει, όχι όμως από θλίψη. Εκεί όμως που καθόμουνα μόνος και την περίμενα, συλλογίστηκα πως δεν είχε ανοίξει ποτέ μπροστά μου την πόρτα της μικρής κάμαρας και να μπη μέσα να κάμη την προσευχή της.

Με τον καιρό η κερά Πιπίνα, της κατεβαίνει να θυμηθή πως ο μακαρίτης ο πεθερός της είτανε θαμμένος στης Αγιά Παρασκευής το μικρό κοιμητήριο, και πως χρέος της είτανε να πηγαίνη να τονε θεμιάζη τα σαβατόβραδα. Πήγαινε λοιπόν και θέμιαζ' εκεί ύστερ' από το Σπερνό, και σα σκοτείνιαζε, έβρισκε τρόπο κ' έμπαινε και στο κελλί του Παπά Νικηφόρου. Άμα τα είδε αυτά η γειτονιά, πήγε να χαλάση ο κόσμος.

Βέβαια οι συγγενείς δίνουν φαΐ στην Γκριζέντα, αλλά δεν ξέρουν πού ξημεροβραδιάζεται με τον ντον Τζατσίντο.» «Και οι κυράδες μου; Δεν το πήραν είδηση;» «Αυτές; Είναι σαν τους ξύλινους αγίους μέσα στις εκκλησίες. Κοιτάζουν, αλλά δεν βλέπουν. Γι’ αυτές δεν υπάρχει κακό.» «Αυτό είναι αλήθεια!», παραδέχτηκε ο Έφις. Ήπιε, αλλά ένοιωσε λυπημένος και πήγε να ξαπλώσει κάτω από ένα σκίνο του ερεικώνα.

Πήγε να πλαγιάση, μα το κεφάλι της την πονούσε, τα μηνίγγια της χτυπούσαν. Δεν την εύρισκε ύπνος... Ο Παπα-Παρθένης ταξιδεύει. Η καπετάνισσα τον καρτερεί. Πέρασε ένας μήνας, δυο μήνες. Χρόνια της είχαν φανή της παπαδιάς. — Καιρός είνε, που θα καλοδεχτούμε τον παπά, ζύγωσαν οι μέρες, έλεγαν οι γειτόνισσες που ερχόντανε και τη συντρόφευαν. Σε λίγες μέρες ήρθε κάποιο γράμμα απ' τον Πειραιά.

Σιγά σιγά ερεθίζουνται κ' οι Γότθοι και τάλλα στρατέματα του Βασιλείου. Τούρθε μάλιστα να προτείνη και μοιρασιά με τον προδότη. Τονέ γλύτωσαν όμως οι φίλοι του από τέτοια ταπείνωση, καθώς κι όσοι αξιωματικοί δεν πήγανε με το στρατό, παρά καρτερούσαν περίσταση να ξαναφέρουν το Βάλεντα. Ένας τους μάλιστα, ο Οριθέας, μάζεψε μερικούς δικούς του και πήγε να τους χτυπήση τους συνωμότες.

Έχουνε να πουν πως άκουσε ο άνθρωπος του κιθάρα κ' έπαιζε όταν πήγε να συνάξη το θησαυρό, και φοβήθηκε του Απόλλωνα την οργή. — «Ακόμα κάθεσαιτου μηνάει ο Σύλλας. «Και τι καλλίτερο σημάδι παρά να τραγουδάη ο Θεός παίζοντας την κιθάραΠήγε τότες όλος ο θησαυρός. Πήγε και ταργυρό το πιθάρι, το στερνό από τα τέσσερα που είχε χαρισμένα του Απόλλωνα ο Κροίσος.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν