Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Κ' οι γιοι του αράδα τα μαντριά συχνογυρνούν και κρένουν. — Για γληγοράτε, ωρέ παιδιά, για στρώστε τα ψαλίδια, Τι πήγε ο ήλιος πέντε οργιές, θα να μας πάρη η νύχτα, Κ' είνε γιορτάσι η αυριανή, να μη μας βρη 'ς τον κούρο.
Πολύ φυσικό αυτό, μια και δεν είταν πια η Ρώμη μήτε πρωτεύουσα μήτε δευτερεύουσα, παρά κατρακύλησε και πήγε η πολιτική σημασία της μαζί με το δυτικό Κράτος μερικά χρόνια κατόπι από τη Σύνοδο εκείνη.
Τρέχα γύρευε τώρα πότε θα γυρίση. . . Μήπως θα τηνέ φέρη κιόλα πίσω ο κύριος Νίκος ! έ;, Νά-τα ! Μάτια μου, θέλει και καβαλλιέρο ! Δε στάλεγα εγώ; όπως πήγε, ναρθή ! τι; Και να δης που εξ αιτίας της αργεί κι ο Κύριος Νίκος.
Είπε, και φόρεσε γοργά στα στήθια το σκουτί του, κι' ώρια σαντάλια αμπόδεσε στα παχουλά του πόδια, και τη φλοκάτα στο κορμί θηλύκωσε, ποδήσα διπλή άλικη, και κατσαρά μαλλιά 'ταν φορτωμένη. Και πήρε το πολεμικό κοντάρι, μυτωμένο 135 με κοφτερό χαλκό, κι' εφτύς κινάει ομπρός στα πλοία. Πρώτονε πήγε ο γέροντας και σήκωσε απ' τον ύπνο τον άξιο του Λαέρτη γιο, το θεϊκό Δυσσέα, με μια φωνή.
Και πρώτα πρώτα ο Έχτορας ακόντισε με τ' όπλο τον Αία, εκεί ίσα απάνου του π' ορμούσε, και τον ήβρε οπούναι ομπρός τα διο λουριά στο στήθος τεντωμένα, τόνα αργυρόκαρφου σπαθιού και της ασπίδας τ' άλλο. 405 Αφτά τ' αφράτο τούσωσαν κορμί. Και του Πριάμου τότες ο γιος λυπήθηκε που το γοργό κοντάρι πήγε άδικα οχ το χέρι του, και πίσω στων συντρόφων γυρνάει τους λόχους μην του βγει λαχτάρα στο κεφάλι.
Μέσα απ' τη χούφτα τούφυγε το χάλκινο κοντάρι, του πήγε αλλού το κράνος του, του πήγε άλλου η ασπίδα, κι' η χαλκοπλούμιστη άχησε τριγύρω αρματωσά του. 420
Τι τούχουνε στον Ωκιανό τραπέζι οι Αιθιόποι, και πήγε ο Δίας απ' τα ψες κι' όλοι οι θεοί μαζί του· όμως σε μέρες δώδεκα πάλι είναι να γυρίσει, 425 και τότες στο χαλκόστρωτο τον πύργο του θα τρέξω να πέσω ομπρός στα πόδια του, και θαν τον πείσω θέλω!» Έτσι είπε κι' έφυγε, κι' αφτόν τον άφισε στον κάμπο γιομάτο οργή που τ' άρπαξαν με ζόρι κι' άθελά του την ομορφοζωσμένη νιά. 430
Έτσι είπε ο Αίας κι' έσυρε, κι' αντάμα πήγε ο Τέφκρος 370 ο αδερφός του απ' άλληνε μητέρα και μαζί τους ο Πάντης με το λυγιστό του Τέφκρου πάει δοξάρι.
Τι πήγε και τον φώναξε και τούπε αφτά τα λόγια «Έχτορα, τρέχεις τώρα εσύ και κυνηγάς του κάκου 75 τ' άλογα τ' Αχιλέα εδώ· μα αφτά ναν τα δαμάσει θνητός και ζέψει σα βαρύ, αίμα αν δε φτύσει πρώτα, άλλος παρά τον Αχιλιά π' αθάνατη έχει μάννα· μα σύγκαιρα τ' Ατρέα ο γιος, ο μαχητής Μενέλας, στητός μπροστά στον Πάτροκλο μάς κάρφωσε έναν πρώτο 80 παλικαρά, τον Έφορβο, και τη ζωή του πήρε.»
Είπε, κι' εφτύς τον άκουσε του Κρόνου η κόρη η Ήρα, και στον τρανό πήγε Έλυμπο οχ τις κορφές της Ίδας. Σαν πώς πετάει ο νους αντρός κοσμοταξιδεμένου 80 όταν στης μάβρης του καρδιάς τα βάθια λογαριάζει «εδώ 'μουνα κι' εκεί 'μουνα,» και τα παλιά θυμάται· έτσι γοργά πετάχτηκε πιλάλα η σεβαστή Ήρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν