Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Ο 'γούμενος, αφού πήρε γύρω την αυλή κ' εξέτασε όλα τα κελλιά απάνω και κάτω, για να ιδή μην αγρυπνούσε κανένας, πήγε κ' εκάθησε στην πεζούλα της καμάρας, κοντά στην οξώπορτα. Εκεί επερίμεινε, τυλιγμένος σφιχτά στο σάλι του, γιατί ο αγέρας ήτανε ψυχρός. Επερίμεν' επερίμενε και κάτι εμουρμούριζε πότε πότε από ανυπομονησία.
Και βρήκε του Πριάμου το γιο τον κοσμοξάκουστο στον κάμπο εκεί, όχι χάμου στρωμένο πια, μον κάθουνταν, κι' ότι είχε συνεφέρει 240 και γύρω γνώριζε ξανά, κι' ο ίδρος το ζιχούνι σταμάταε, αφού τον ξύπνησε τ' Αστράφτη πάλε η γνώμη. Και πήγε στάθηκε κοντά του Δία ο γιος και τούπε «Λεβέντη του Πριάμου γιε, πώς χώρια απ' όλους στέκεις εδώ μισόνεκρος; Σαν τι κακό σε βασανίζει;» 245
Όταν ο Καραϊσκάκης πήγε 'σ τ' Ανάπλι, 'σ τα 1826, ενώ την Αθήνα την πολιορκούσε ο Κιουταχής, και διορίστηκε Γενικός αρχηγός των στρατεμάτων της Ρούμελης για να πάη να τον πολεμήση, παρουσιάστηκε 'σ τη Διοικητική Επιτροπή.
Τότε για να καταλάβη καλύτερα πήγε στο δεξί της θύρας, σήκωσε το σκέπασμα από τον καθρέφτη και για πρώτη φορά, αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης της, κύτταξε μέσα το πρόσωπό της. Είδε τα μαλλιά της κάτασπρα βαμβάκι και το πρόσωπό της, πρόσωπο βάβως! Όλη η δροσιά του προσώπου της είταν φευγάτη! Αναστέναξε μες από την καρδιά της, κι' είπε με καημό μεγάλο: — Γέρασα η καημένη, και δεν τώξερα!
Πήγε κι ο Ηρώδης ο Αττικός μια φορά στη Σμύρνη να τον ακούση. Την πρώτη μέρα έγινε, λέει, ο Πολέμωνας «Δημοσθένης» και τάβαλε με τον ρήτορα Δημάδη. Θέμα της δευτέρας μέρας είταν «η των τροπαίων κατάλυσις», και της τρίτης «η της Αθηναίων δημοκρατίας αποκατάστασις». Και σαν τάκουσε όλ' αυτά ο Ηρώδης το θάρρεψε χρέος του να του στείλη ανταμοιβή 150 χιλιάδες δραχμές αττικές.
Τι κι' άλλοι θάκουγαν θεοί τη μάχη μας στον κόσμο, κι' όσοι είναι ακόμα μες στης γης τα βάθια με τον Κρόνο. 225 Μα κέρδος είναι και των διο που έτσι η δουλιά δεν πήγε πιο κει, και που τα χέρια μου απόφυγε από σέβας· ειδέ, σ' το λέω πως άδρωτα δε θάχε ξεδιαλούδια.
Στάθηκε για πολλή ώρα έτσι κ' έπειτ' άφησε να πέση το ραβδί από τα χέρια του και πήγε τρικλίζοντας να κάτση στην πολιθρόνα. Η Ελπίδα βρήκε τον καιρό κ' έκαμε σύντομα την πρόταση της. Εκείνος την άκουσε προσεχτικά κ' έπειτα έπεσε στο κάθισμά του ξερός από τα γέλοια. — Μωρέ κεφάλι που τώχεις! μωρέ κεφάλι πού τόχετε όλοι σας εδώ μέσα! είπε βροντώντας τα πόδια του στο πάτωμα.
Και να που ανοίγει η πόρτα της καζάρμας και βγαίνουν οι δυο τυφλοί κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου σαν δυο αδέλφια. Ο Έφις πήγε κοντά τους και πήρε από το χέρι το σύντροφό του. Έτσι, μπαίνοντας στη σειρά γύρισαν στην αυλή της εκκλησίας κι εκεί έκαναν ένα γύρο ψάχνοντας τον ψεύτικο άρρωστο.
Αργότερα σαν η φαμελιά του δυνάμωσε και βασίλεψαν πλατύτερα και πιο συνθετικά ιδανικά στο νου της, πήγε κ' έχτισε στην ακροποταμιά. Τρία ποτάμια έσμιγαν εδώ τα νερά τους. Έφερναν και τα τρία στους ευτυχισμένους κατοίκους της τα πλούτη των παραμυθιών. Σαν πιστοί και καλόβουλοι δουλευτάδες, μάλωναν και τα τρία ποιο να πρωτοθησαυρίση τον αφέντη του.
Μονάχα η Αφροδίτη 380 τον άρπαξε έφκολα έφκολα, σα θέαινα, απ' τη μέση, τον σκέπασε μ' ένα πυκνό σκοτάδι, και τον πήγε και μες το μοσκομύριστο τον κάθισε γιατάκι. Έπειτα πήγε τη Λενιό να κράξει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν