Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Πώς μπορούσε να είνε πρόστυχη και τιποτένια τέτοια λυγερή; Πήγε και ξαναπήγε στο σπίτι της. Την άκουσε να τραγουδή και μαγεύτηκε. Την είδε να υφαίνη, να μασουρίζη, να κεντά και τη θαύμασε. Λίγο λίγο άφησε τα παιγνίδια, παράτησε και τους συντρόφους του. Έκαμε συντροφιά την Ελπίδα. Έπειτ' από τη μάννα του πρώτη του έγνοια ήταν εκείνη.
Είπε, κι' εφτύς τον άκουσαν κι' όχι κανείς δεν είπε. 379 Και πήγε ο κράχτης το πουρνό στα μελανά καράβια, 381 κι' εκεί τους βρήκε σε βουλή, τους πολεμοψημένους Αργίτες, δίπλα στ' ακρινό του βασιλιά καράβι.
Και τα χρυσά ποτήρια μ' ένα κροντήρι π' άστραφτε κρατώντας ο Νιδαίος, πήγε στο γέροντα σιμά και τον παρακινούσε «Σήκω, του Λαουμέδου γιε, οι στρατηγοί σε κράζουν 250 των αντριωμένωνε Αχαιών, των αλογάδων Τρώων, να πάς στον κάμπο με σκοπό όρκους πιστούς να πάρτε.
Θα μου πης πώς κατόπι, σαν πήγε να μας πνίξ' η πλημμύρα, βρεθήκανε Φράγκοι που έδωσαν όχι βοήθεια, μόνο τη ζωή τους για το έθνος που πρωτόφερε στη γης τον ανθρωπισμό. Αυτοί τον είχανε στ' αλήθεια τον ανθρωπισμό.
Ένα χτύπημα στην εξώπορτα την επανέφερε στην πραγματικότητα. Πήγε να ανοίξει πιστεύοντας ότι ήταν οι αδελφές της ή ο ίδιος ο Τζατσίντο, που η παρουσία του δεν τη φόβιζε γιατί ήταν αρκετή για να διώξει τη μαγεία, αντίκρισε όμως τη θεια-Ποτόι και ξαναέκλεισε ενστικτωδώς την εξώπορτα για να την απομακρύνει. Η γριά έσπρωχνε κι εκείνη από έξω. «Θέλετε να με λιώσετε σαν αράχνη, ντόνα Νοέ!
Μπορούσε να διαβάζη κι αποπάνω κι αποκάτω, κρατούσε το βιβλίο πότε ορθά πότε ανάποδα και διάβαζε τόσο δυνατά, που αντηχούσε όλο το σπίτι. Τέλος κάθησε λίγες στιγμές μόνος του και συλλογιζότανε. Έπειτα έτρεξε άξαφνα τόσο γλήγορα, σα να είχε βια να φτάση όσο μπορούσε προτήτερα εκεί που ήθελε. Πήγε ίσια στην κάμαρα του μπαμπά, όπου καθότανε κείνος πνιγμένος στους καπνούς.
Όταν πήγε να κοιμηθή και μπήκα να την καλονυχτίσω, με κοίταξε με το ίδιο φωτεινό και βαθύ βλέμμα, όπως και προτήτερα: — Πρέπει ακόμα να λησμονήσης που σου είπα πως μου πήρες την πίστη μου, είπε. Γιατί δε μου την πήρες. Εγώ μόνο το φαντάστηκα. Ω, φαντάστηκα πολλά. Ζούσα μέσα σε μια φαντασία. Το πρόσωπό της πήρε θλιβερή έκφραση κ' έφερε το χέρι στο μέτωπο για να τη διώξη.
Όμια κι' ο Αίας κάρφωσε πηδώντας τη δική του, 260 κι' ο στόκος ίσα διάβηκε ως μέσα — κι' ενώ ορμούσε πίσω ξανά τον άμπωξε — και κόφτοντας του πήγε ως στο λαιμό, κι' ανάβρυζε μαβρόθολο το αίμας.
Χαίρουνταν η Φάουστα από τη μια που άνοιγε ο δρόμος για τα δικά της τα τέκνα, έφριττε από την άλλη η Χριστιανωσύνη με τέτοιες θηριωδίες. Ξαναφάνηκε τότες πάλι στη μέση η μητέρα του η Ελένη. Έτρεξε στη Ρώμη και λόγους δεν έβρισκε να παραστήση τη θλίψη της και την οργή της με τα βάρβαρα εκείνα καμώματα. Είπανε μερικοί πως από τη στενοχώρια του πήγε τότες ο Κωσταντίνος και σκότωσε τη Φάουστα.
Από τη στιγμή όμως που πήγε και βρήκε το χτήμα του έρημο, γύρω τριγύρω μήτε ψυχή, κι ως τόσο ο κόσμος γεμάτος ζωή κι ομορφιά, γεμάτος χίλια δυο μάγια που η φύση τα στένει να ξυπνήση τη νιότη και να της θυμίση πως την κρατάει αιώνια της σκλάβα, κάτι σαν τρέλλα τον άδραξε τον Πανάγο και τον κατρακύλησε τον κατήφορο. Το γνώριζε πως άλλη μαζώχτρα δεν έμνησκε τώρα παρά την Ασήμω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν