Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Καερδέν, ωραίε σύντροφε, στη φιλία μας, στην ευγένεια της καρδίας σου, στη συμμαχία μας, σε παρακαλώ! Κάμετε προς χάρι μου αυτό το τόλμημα, κι' αν της πας το μήνυμά μου, σκλάβος σου θα γίνω και θα σ' αγαπώ πειο πολύ απ' όλους τους ανθρώπους». Ο Καερδέν βλέπει τον Τριστάνο να κλαίη, ν' απελπίζεται, να θρηνή.
Μα νά, ο Ερμης αμέσως 360 σίμωσε τότες κι' έπιασε το γέροντα απ' το χέρι, κι' άρχισε ναν τον αρωτάει και τούπε αφτά τα λόγια «Παππούλη μου, έτσι μ' άλογα πού τρέχεις και μουλάρια μέσα σε νύχτας σιγαλιά π' όλοι οι θνητοί κοιμούνται; Και των οχτρών δε σ' έσκιαξε η λύσσα και το μίσος που τ' άχτι απάνου σου έτοιμαι κοντά 'ναι εδώ να βγάλουν; 365 Μα αν πες κανείς τους σ' έβλεπε πως πας με τόσα πλούτη μες στο σκοτάδι τ' άχαρο, σαν τι σκοπό 'χεις τότες; Νιός μήτε εσύ είσαι, γέροντας κι' αφτός σε συνοδέβει, κι' αν σε πειράξουν δε φελάει βοήθια να σου δώκει.
Στην σκιά της εκκλησίας όμως ο Έφις άκουγε άλλες παρέες από χωριάτες να μιλούν για την Αμερική και τους μετανάστες. «Η Αμερική; Όποιος δεν την δοκίμασε δεν ξέρει τι πράγμα είναι. Την βλέπεις από μακριά και νομίζεις ότι είναι αρνί για κούρεμα. Πας κοντά και σε δαγκώνει σαν σκύλος.» «Ναι, αδέρφια μου, εγώ πήγα με το δισάκι μου μισογεμάτο και πίστευα ότι θα το έφερνα πίσω γεμάτο. Το ξανάφερα άδειο!»
Α! Αν πεθάνω, ωρές τσούπρες, χωρίς να ιδώ το παιδί μ', ή χωρίς να παντρέψω εσένα, μοναχούλα μ' και ακριβούλα μ', και να σ' αρματώσω νυφούλα με τα χεράκια μ', να το ξέρετε: Δε θα με φάη το χώμα, και θα με βρήτε άλυωτη, όταν έρθετε να με ξεχωνιάσετε!. — Τ' είν' αυτά τα κακορρίζικα τα λόγια, πού το πας συγκρατούμενο, καημένη κυρά, είπε πάλε η υπηρέτρα.
Άσπρα χωριά φεύγουν μπροστά μας, άσπρα καμπαναριά χάνονται στης τούφες των δέντρων. Η ράχες γέμισαν ρόδα — στον κάμπο χύνεται ο ψαλμός της καμπάνας! Πού την πας την ανία σου ; Σαν άσπρο σύννεφο περιστεριών, σαν περιστέρια με καμαρωτό στήθος, σαν περιστέρια με νύχια κοράλινα, πετούν με τον ήχο της καμπάνας στον αέρα οι στοχασμοί των χωρικών που πάνε στη λειτουργία!
Ήθελε να πη δυο λόγια και της καλής του, μα πού ναποκοτήση! Τους καιρούς εκείνους η αγάπη δεν είχε μήτε λόγια, μήτε φιλιά. Το πολύ καμιά κρυφή ματιά. Αποβραδίς έγειναν αυτές οι κουβέντες. Και σαν ξημέρωσε, βλέπει ο Καραθανάσης τον Παναγή για ταξίδι. — Ώρα καλή; του κάνει. — Αυτή τη φορά θα πας μοναχός σου με τη γολέττα, του αποκρίνεται. Εγώ πηγαίνω με τον Κανάρη.
Μόνον οι Μούσες φέρνουνε τη δόξα στους ανθρώπους, και τα πολλά τα χρήματα, που οι πεθαμμένοι αφήνουν, τα τρώνε και τα χαίρονται όσοι απομένουν πίσω. Μ' αν θέλης το φιλάργυρο να τόνε μεταλλάξης είνε σαν να σου πέρασε να πας στο περιγιάλι και να μετράς τα κύματα που στέλνει εκεί ο αγέρας, ή σαν να θες με το νερό ν' ασπρίση η μαύρη πέτρα.
Οπόταν φασκελόνω τον κόσμον τον χυδαίον κι' εις τας μετεμψυχώσεις εγκύπτω των Χαλδαίων, μου έρχεται η σκέψις πως ίσως δεν χαθώ, αλλ' εις κανένα ζώον θα μετεμψυχωθώ. Γιατί να μην πιστεύσω και τους Χαλδαίους; είπα... πάς ο τυφλώς πιστεύων λογίζεται μακάριος... γιατί, οπόταν βλέπω βουλιμιώντα γύπα, να μην ειπώ πως ήτον Αλαταποθηκάριος;
Αλλά ο Βασιληάς συγκινήθηκε, και για πρώτη φορά μιλώντας στον ανηψιό του: «Πού θα πας μ' αυτά τα κουρέλια; Πάρε από το θησαυροφυλάκιό μου ελεύθερα ό,τι θέλεις, χρυσάφι, ασήμι, γουναρικά, υφάσματα. — Βασιλιά, είπε ο Τριστάνος, δε θα πάρω ούτε πεντάρα, τίποτα. Όπως μπορέσω, θα πάω πιστά να υπηρετήσω τον πλούσιο Βασιληά της Φρίζης». Γύρισε τάλογό του και κατέβη κατά τη θάλασσα.
— Πήγαινε να του πης πρώτα, κ' ύστερα γυρίζεις και τρώτε. — Η ευχή σας. Καληνύχτα, παπαδιά. Κ' εξήλθε. — Τι λέει, θα πω, είπεν η θειά το Μαλαμώ, μετά την αναχώρησιν του Πανάγου, θα πας στο Κάστρο, παπά; — Να ιδούμε τι θα μας πη κι' ο μπάρμπα-Στεφανής ο Μπέρκος. — Ηγώ, ένας-ιμ, είπεν η θειά το Μαλαμώ, α θε πας, έρχουμη. — Κ' εγώ, είπεν η παπαδιά. — Δεν είνε για ναρθής εσύ, παπαδιά, είπεν ο ιερεύς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν