Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025


Να ψάξης να βρης το γράμμα. — Μη με χασομεράς, κυρά μου, είπε ο Μαθιός. Δεν τώφαγα το γράμμα σας. Σαν είχα σας τώδινα. Το αίμα τού είχε ανεβή στο κεφάλι. Έκαμε να φύγη. — Πού πας; Να ψάξης να μας βρης το γράμμα. Σαν τώχασες να πας να το βρης. — Μπορεί και να χάθηκε, είπε πάλι ο Μαθιός. Από μέσα του τους λυπότανε κιόλα. — Μπορεί και να χάθηκε στα δρόμο. Εδώ ανθρώποι χάνονται.

Είνε καλλίτερος, θυγατέρα μου, μα να πας ότι νάρθη ο καιρός σου. Μα μη μου λες τέτοια λόγια, γιατί με θανατόνεις. — Κουζουλάδες, κουζουλάδες, μάνα μου, είπε η άρρωστη και προσπάθησε να γελάση. Μην ακούς. Ό,τι 'πε τόνειρο θα γενή. — Κάθα πως θα ξηγήση τόνειρο ο Ταχτικός έτσα βγαίνει. — Μα δε σούπα πως άρχιξα και καλλιτερεύγω; Και θαρρώ πως γλίγωρα θα μπορέσω να πάω κίσα στα Λιβάδια.

Διότι ούτε πας σιδηρουργός εις τον ίδιον χαλκόν αποτυπόνει, όταν προς τον ίδιον σκοπόν κατασκευάζη το ίδιον όργανον, είτε εδώ εργάζεται είτε εις τους βαρβάρους. Δεν είναι έτσι; Ερμογένης. Πολύ μάλιστα. Σωκράτης.

Πάω 'πίσω, μάνα, είπεν η Αμέρσα . . . Αλήθεια, δεν εσυλλογίστηκα πως μπορεί να ξυπνήση το Κρινιώ, αυτήν την ώρα, να τρομάξη, που θα λείπω. — Μπορούσες να μείνης κ' εδώ, είπεν η μητέρα· μόνο μη ξυπνήση άξαφνα το Κρινιώ, και πάρη φόβο. Η Αμέρσα εκοντοστάθη προς στιγμήν. — Μάνα, είπε, θέλεις να καθίσω εγώ 'δω, να πας εσύ στο σπίτι; . . . για να ξεκουραστής, να ησυχάσης.

Μπορεί να πάη στην Κόλαση παιδί που χαμογελάει της μάννας; Στην Κόλαση πάει η μάννα που το γλυκοχαδεύει; Πες μου· ταηδόνια που κελαϊδούν την αγάπη τους στην Κόλαση μαθές πάνε; Αρετ. Ντροπή και καταφρόνιο μελετάς να μας φέρης, και για πουλάκια μου κουβεντιάζεις; Αυτό το πουλάκι που βλέπεις έχει μάννα κι αδέρφια, και κει να πας να κελαϊδής τα τραγούδια σου. Στεφ.

Η θέσις μου ήτο, το ομολογώ, ικανώς αλλόκοτος και πας γνώριμός μου θα εδικαιούτο να γελάση βλέπων με την ώραν εκείνην εις το βάθος ερήμου κοιμητηρίου, συμπίνοντα με νεκροθάπτην υπό το φέγγος νεκρικής κανδήλας. Εγώ όμως ουδεμίαν είχα όρεξιν να γελάσω κατεχόμενος υπό αδιηγήτου αθυμίας.

Μαρία, που θα πας; Η κ. Μ α ρ ί α.

Μούπε κιόλας να μη ξαναπάω παρά μια φορά, να την αποχαιρετήξω όντε θα φύγω στη χώρα. — Και θα πας; — Θα πάω, είπ' αποφασιστικά. — Κιάνε σου πω να μην πας; — Μη μου το πης, γιατί θα πάω. Δε μπορώ να μην πάω. Ο θυμός κοκκίνησε το πρόσωπο της μητέρας μου. Αλλά πάλιν κρατήθηκε και μούπε με φωνή μάλλον ήρεμη: — Κιάνε σου κολλήση την αρρώστια τση, άνε χτικιάσης; — Θαποθάνω.

Μωρέ μίλα καλά, του φωνάζει ο γέρος· στη φωτιά μέσα θα πας να πέσης; — Τι να σου πω, πατέρα μου, τη Μαριώ δε μ' αφίνεις να την πάρω ακόμα, άφησέ με να παντρευτώ τη φωτιά. Και ξεκίνησε με τα παιδιά του Κανάρη, ντύθηκε τούρκικα σαν εκείνους, και τραβήξανε για την Τένεδο. Σα γύρισε από το ταξίδι εκείνο, είτανε λυσσασμένος από τη χαρά του.

Τοιαύτα εμηχανεύετο διά την Ιταλίαν εκτός δε τούτου ίδρυσε μίαν εορτήν με λαμπαδηφορίας και ιεροφαντίας, τελουμένας επί τρεις συνεχείς ημέρας. Κατά την πρώτην ημέραν εγίνετο προκήρυξις, όπως εις τας Αθήνας, λέγουσα• Πας Χριστιανός ή Επικούρειος, όστις έρχεται να κατασκοπεύση τα ιερά όργια, ας φύγη, οι δε πιστεύοντες εις τον θεόν ας μείνωσι και ας τελέσωσι τας εορτάς ευτυχείς.

Λέξη Της Ημέρας

αναστασίας

Άλλοι Ψάχνουν