United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και η Μάρω προσέθετε: — Και περνάει ο Γιάννος και της δίνει μήλο, μήλο δαγκωμένο κι' άλλο φιλημένο!. . . — Α! όχι φιλημένο, δεν πάει φιλημένο!. . . είπεν η Μάρω, γελώσα τον αθώον παιδικόν της γέλωτα. Η Μάρω και εις την θέσιν της αυτήν, την κρισιμωτάτην διά την ζωήν της, ήτο χαρουμένη.

Μεταξύ πάλε της δεύτερης και της τρίτης σειράς βρισκόντανε σωριασμένοι κοινοί γιατροί, δασκαλάκια, μικροτεχνίτες, και πλήθος άλλοι παρατρεχάμενοι των πλούσιων. Όσο για τον Κλήρο, αυτός καθώς ξέρουμε είταν ολότελα ξέχωρος κύκλος· σα να πούμε, κόσμος μέσα στον κόσμο. Αυτοκράτορά του είχε τον Πατριάρχη, αριστοκρατία του τους Επισκόπους, και πάει λέοντας.

Ξαναναιβαίνει δέκα οργυιές, πηγαίνει κι’ άλλες τόσες, Όλο αναιβαίνει, προχωρεί, πηγαίνει και πηγαίνει, Περνάει τες σαράντα οργυιές, αδιάκοπα αναιβαίνει, Δεν τον φοβίζει ο κίντυνος, δεν τον νικάει ο φόβος, Αγκομαχάει, στέκεται, ξανακινάει πάλι, Και πάλι ματαπροχωρεί, πηγαίνει και πηγαίνει, Ματόνουνε τα χέρια του, τα πόδια του ματόνουν Και πάλι ματαστέκεται και πάλι αγκομαχάει... Γλυστράει και ξεσέρνεται ψηλά στους άγριους βράχους, Κι’ εκεί που ξεσερνόντανε και πήγαινε ίσια κάτω, Στην άχανη στην άβυσσο ν’ αφανιστή, να πάη, Επιάστηκε και στάθηκε κι’ άρχισε πάλι αγάλια Να ματασκαρφαλόνεται και να ματαναιβαίνη.... Ματαναιβαίνει, προχωρεί και ματαπάει, πάει Κι’ όλο ζυγόνει στης σπηλιάς τη φοβερή τη θύρα.

Όσαι είχον άνδρας, έστειλαν βεβαίως τους άνδρας των, αλλ' όσαι δεν είχον, ή ηγόρασαν φύλλα παρά τινων αγαθών γειτονισσών ή εγκατέλιπον τα καματερά εις την τύχην των. Και ήκουες: — Πάει το καματερό! — Αρί-καϋμένη, πάει πλειο. Κρίμα και κρίμα! Και ηκούσθη και γραία τις θρηνούσα αληθώς υψηλά εις τον βράχον ως επί απωλεία ανθρώπου επανειλημμένως οδυρομένη «Καματερό μου, καματεράκι μου

Ο Λαλεμήτρος είνε μεγαλέμπορας, και πάειτην Σύρα, να ψωνίση. Αλλ' οι γείτονες είνε οχληροί πάντοτε, όταν δ' εσχημάτισαν την πεποίθησιν ότι ο Λαλεμήτρος δεν θα επανέλθη, έγειναν αυθάδεις· ήρχισαν να διαδίδωσι πολλά, ότι εμάλωσε με την πενθεράν του, ότι εμουφλούζεψεν, ότι άφησε την γυναίκα του, ότι πάγει πάλιν εις την Αμερική και έλεγον προς την γραίαν μετά σαρκασμού: — Πες αλεύρι;

Η Αγιωσύνη Σου ας κρίνη το τι μπορεί να καταφέρουν τα μαντρόσκυλα αν την πνίξη τρόμος τη λύσσα εκείνη. Και τώρα, Πατέρα μου, που Σου έδωσα την καρδιά μου, δόσε μου και Συ την ευκή Σου». Βράδιασε, και πού να πρωτοπάμε! Μια μέρα στην Πόλη πάει να πη μήνες μες στο καλύβι μας, και γι' αυτό δεν μπορούμε να μείνουμε κι αύριο. Αν μπορούσαμε, θα τα σεριανίζαμε όλα.

Μέσα στα μπουγάζια της Πόλης μια νύχτα, χαλασμός κόσμου, που μας είχε πάει η ψυχή στα δόντια, πέσαμε δίπλα σ' ένα μπάρκο. Από λίγο να τρακάρουμε! Μπήξαμε τις φωνές: «Όρτσα, μωρέ σκυλιά, θα μας τσακίσετε»·. Πού άκουγαν αυτοί! Καταπάνω μας. Περάσανε ξυστά δίπλα μας. Θεέ μου, τι ήτανε αυτό που είδανε τα μάτια μας!

Πάει, παπά! Είπεν ο καπετάν-Καλόγερος. Συχωρέθηκε! — Κοιμάται! λέγει ο παπά-Σεραφάκος. Αφήστε τον ήσυχον. Μ' εσκέπασε τότε με την γούναν του. Ετοποθέτησε κοντά μου την Παναγίαν μ' ένα φαναράκι και ξαναείπεν: — Αφήστε τον να κοιμηθή. Και μετά ύπνον εξάωρον, διαρκή και βαθύν, ηγέρθην ήσυχος, ελαφρός, ελεύθερος. Μεγάλη η χάρις σου, ω Πορταΐτισσα.

Πάγωσε ο Αίας κι' έκραξε παρέκει τ' αδερφού του «Τέφκρο μου, πάει πια χάσαμε το μπιστεμένο φίλο, το γιο του Μάστορα, που εμείς σαν ήρθε απ' το νησί του πατέρα λες τον είχαμε στον πύργο μας. Να, τώρα του Έχτορα τον σκότωσε η χέρα η μεστωμένη. 440 Μα πούναι τώρα οι φτερωτές σαΐτες σου, αδερφέ μου, και το δοξάρι σου που ο γιος σου χάρισε του Δία

Βρες κάποιον που να μπορεί να πάει να φωνάξει τον Έφις στο κτήμα.» «Θα πάω εγώ, Νοέμι» «Εσύ; Εσύ; Εσύ… όχι.» «Γιατί όχι;», γρύλλισε. «Φοβάσαι μήπως σου κλέψω τα καρπούζιαΕκείνη συνέχισε να τραυλίζει ασυνείδητα: «Εσύ όχι… εσύ όχι… εσύ όχι…» Ο ντον Πρέντου μάντευε το δράμα που παιζόταν εκεί μέσα.