Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Επειδή όμως πιστεύει πως η πάλη αυτή θα πάει μπροστά με το να υποστηρίζονται τα ιδανικά του εργάτη, δηλαδή ο σοσιαλισμός, ― ξεγελιέται και γενικεύει και λέει τον εαυτό του σοσιαλιστή, και βγάζει το σοσιαλισμό κοινωνιολογία και πανάκεια των νέων κοινωνιών.
Εδοκίμασε να δώση μίαν κουταλιάν, εις τα χείλη του μωρού. Το μικρόν εγεύθη το ρευστόν, και μετά μίαν στιγμήν πάλιν το εξέρασε. Η λεχώνα εκινήθη επί της χαμηλής και στενής κλίνης. Φαίνεται ότι δεν εκοιμάτο καλά. Ήτο μόνον ναρκωμένη, και είχε κλειστά τα βλέφαρα. Ήνοιξε τα όμματα, ανεσηκώθη δύο ή τρεις δακτύλους άνω του προσκεφάλου, και ηρώτησε· — Πώς πάει, μάνα;
στα νύχια κόκκινο χοντρό, που μέσα του είχε ακόμα 220 ζωή, μα τόρηξ' άξαφνα πριν φτάσει ως στη φωλιά του, μήτε να πάει κατόρθωσε στ' αητούδια ναν το δώκει· έτσι κι' εμείς, κι' αν σπάσουμε τειχί και καστροπόρτι με την ορμή μας κι' οι οχτροί κωλώσουν, μα με χάλια τον ίδιο δρόμο θάρθουμε οχ τα καράβια πίσω. 225 Κι' ίσως πολλούς αφίσουμε δικούς μας, που οι Αργίτες. τα πλοία διαφεντέβοντας, με το χαλκό θα σφάξουν.
— Κλαις, ωρέ χαντακωμένε Λάμπρο, κλαις; Δεν είσ' εσύ, πώχεις φάει δέκα τούρκους με τα χέρια σου ως τα τώρα, ωρέ Λάμπρο, και γιατί πάει κι ο Μπεϊλούλαγας σήμερα κλαις σαν το μικρό το παιδί και μαλώνεις το Φώτο; Αν μας το σκότωνε το παιδί ο σκύλλαρος, τι θα να γενόμασταν εμείς τότες, ωρέ καϋμένε; Άιντε να φύγουμε γλήγορ' απόψε.
Και πάει αφτή και λέει ψεφτιές του βασιλιά του Προίτου 'Προίτο, του Γλάφκου, έτσι να ζεις, το γιο ναν τον σκοτώσεις, π' αθέλητά μου θέλησε να πάρει την τιμή μου. 165 Πιάνει ο θυμός το βασιλιά ν' ακούσει τέτιο πράμα, μα δεν τον σκότωσε, ως αφτού δε βάσταξε η καρδιά του, Μον στη Λυκιά μ' απόκρυφα τον προβοδάει σημάδια θανάτου, μες σε διπλωτό σανίδι σκαλισμένα, και ναν τα δείξει τούλεγε στο γέρο πεθερό του, 170 για να χαθεί.
Ευλόγησε τον Τριστάνο και τους εκατό ιππότες που με το καράβι του κινδύνου είχανε πάει να βρουν τη χαρά των ματιών του και της καρδιάς του. Αλλοίμονο! Το καράβι σου κομίζει και σένα, ευγενικέ Βασιληά, το τραχύ πένθος και τα μεγάλα μαρτύρια. Δέκα οχτώ μέρες αργότερα, συνάθροισε όλους τους βαρώνους, και έκανε το γάμο του με την Ιζόλδη την Ξανθή.
Σωκράτης. Ω δυστυχία μου! Τότε λοιπόν μας έφυγε και πάει, Ιππία μου, το να μάθωμεν τι πράγμα είναι το ωραίον, αφού βεβαίως το πρέπον απεδείχθη ότι είναι κάτι άλλο παρά ωραίον. Ιππίας. Ναι μα τον Δία, Σωκράτη μου, και μάλιστα πολύ παραλόγως. Σωκράτης. Και όμως, καλέ σύντροφε, ας μη το αφήσωμεν αυτό κατόπιν, διότι ακόμη έχω μίαν ελπίδα, ότι θα φανερωθή, τι πράγμα είναι το ωραίον. Ιππίας.
Μα σύρε κι' έτσι· πρόβαλε στου χαντακιού τον όχτο, μήπως δειλιάσεις τους οχτρούς και πια τραβήξουν χέρι, κι' έτσι ανασάνουν μια σταλιά κι' οι Δαναοί, που πάνε 200 να λιώσουν· λίγη 'ναι μαθές απ' τη σφαγή η ανάσα.» Έτσι είπε η γλήγορη θεά και φέβγει πίσω πάλι, κι' αφτός σηκώθηκε να πάει.
Ίσως τράβηξε κιόλας να πάη να πνίξη κανέναν τότες που ξεκίνησε από το δέντρο που γύρευε ναγκαλιάση σαν του σφάληξε το παράθυρο το κορίτσι. Μωρή, καλά κ' έπαιζαν από την αυγή τα ματόκλαδά μου! Ακούς εσύ, λέει! Λεβέντικες αγάπες ορέχτηκε το παπαδοπαίδι. Κι άμε δεν πάει να φαίνη! Καλά του τάψαλε το κορίτσι, μωρή, όχι σαν και μας, που ξεμυαλιστήκαμε πρι να καλοξέρουμε πούθε — έλα, Χριστέ και Παναγιά!
Ένα πρωί — πάντα πρωί, ξημερώματα — να σου τον πάλι. — Δεν έφυγες, κυρ Νικολάκη; — Πού να φύγω; Έστειλε τίποτα αυτός ο αφωρεσμένος; Πού έξοδα να φύγω; Να πάω και μ' αδειανά χέρια στην πατρίδα, θα με διώξη η γερόντισσα. Αν θέλης όμως του λόγου σου με σώνεις. Ένας γρουσούζης, φαρμακομύτης, που τον είχαν επιστάτη στην πηγάδα, ψόφησε και πάει στο διάβολο, χθες το βράδυ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν