Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Οι παλαιότεροι, μια φορά σύντροφοι και φίλοι, αξίωναν να μου λέγουν κάποτε με ανάμπαιγμα: — Εσύ Γιάννη την έδεσες για καλά τη μπαρούμα σου. Ουδ' άνεμο ουδέ θάλασσα φοβάσαι πια. Άραξες. Και είχαν τέτοια έκφρασι στα μάτια που εδιάβαζα τον οίκτο τους: Πάει πέθανες, δεν ζης πια στον κόσμο! Κ' έφευγα πάλι στο ακρογιάλι να ειπώ τη θλίψι μου στα κύματα.

Κι' έτσι τράβησε ίσια το δρόμο του. Οι κλέφτες, βλέποντας από μακρυά, ότι όλοι σκόρπισαν από το δρόμο και μόνον αυτός δεν παραδρόμησε είπαν συναμεταξύ τους: — Ας κυνηγήσωμεν αυτούς, που σκόρπισαν, διότι, για να φοβηθούν, χωρίς άλλο θα έχουν χρήματα κι' ας αφήσωμε αυτόν, που πάει το δρόμο του. Φαίνεται, ότι αυτός απ' ότι έχει κλέφτη δεν φοβάται.

Πούνε τα μπερικέτια τα παληά; Πάει, πέθανε το νησί μας, ξεψύχησε. Βγήκαν τα σκουλήκια να το φάνε. Ανθρώπινα σκουλήκια. Όλο τρώνε κι' όλο πεινάνε... Ο Γερο-Τρακοσάρης πέρασε από κάτω απ' το γιαλό, πήρε τον απάνω δρόμο και χάθηκε πίσω από τα μαγαζιά, δίχως να γυρίση να κυττάξη από τους καφενέδες. Ήξερε πως μ' όλα τα καλοπιάσματα τούψαλαν από πίσω όσα παίρνει η σκούπα. «Δεν πάνε να λένε! έλεγε.

Κλαίει μες την κάμαρά της. Δεν θέλει να κατεβή. ΦΛΕΡΗΣΑρχίσαμε τα ίδια; Θα την κάνω εγώ να της περάσουν αυτά τα κλάματα. Αυτά μας λείπανε τώρα. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΕγώ πάω. ΜΙΣΤΡΑΣΔεν άρχισε, πάει να πη, ακόμα η απαγγελία. Γιατρέ σε ζητούνε στο 11. ΦΛΕΡΗΣΤι απαγγελία, αδερφέ; Δε βλέπεις πάλι; ΜΙΣΤΡΑΣΤι τρέχει; ΦΛΕΡΗΣΤα ίδια της συχωρεμένης.

Τότες στον Αχιλέα 214 τρέχει η αμάλαγη θεά, του Δία η θυγατέρα, και πάει κοντά του στέκεται και του μιλάει διο λόγια 215 «Τώρα πια ολπίζω, ξακουστέ λεβέντη μου Αχιλέα, με δόξα πίσω ολόλαμπρη θα πάμε στα καράβια σφάζοντας πριν τον Έχτορα, τ' αμπούχτιστο κοντάρι. Τι τώρα δε γλυτώνει πια, και κόσμο α θε χαλάσει 220 ο Φοίβος, και στου Δία ομπρός αν κυλιστεί τα πόδια.

Μα εγώ στα κορφοβούνια εδώ θα μείνω, κι' οχ τη ράχη θα χαίρουμαι το θέαμα· μα εσείς οι άλλοι κάτου, το προτιμάω, πηγαίνετε στον κάμπο, και βοηθάτε όπιους σας συμπαθά η καρδιά, θες Αχαιούς θες Τρώες. 25 Μόνους αν του Πηλιά το γιο να πολεμάν αφίστε τους Τρώες, πάει αδύνατο και μια στιγμή να μείνουν.

Πιάνει και κλαίει και λιγάν τα πόδια της και λιγοθυμάει. Και πιάνει και παίρνει αλέφκαντο το πανί, και κρύβει στον κόρφο της τη φλογέρα. Γέρνει μάτα στο χωριό. Γέρνει στο χωριό και πάει στο ρημάδι της. Πάει στο σπιτικό της κι ανοίγει, κλαίοντας την πόρτα. Τηράει, και τι να ιδή! Τον Αργύρη της μέσα.... — Χάι! Ψαρή μ' περπάτα· χάι! οκνιάρη, ντέεεε!...

Και χύθηκε ο στρατός τότ' όξω απ' τα καράβια. Πώς οχ τον ουρανό πυκνά πέφτουν τα χιόνια κάτου, ψυχρά, από Θρακοδρόλαπα βοριοσταλμένου φύλλο, τότε έτσι λαμπρογιάλιστα πλήθος μεγάλο κράνα όξω απ' τα πλοία πρόβαιναν, και πρόβαιναν ασπίδες, 360 σωρός κοντάρια φράξινα, και δίχουφτα τσαπράζα. Η λάμψη πάει μεσούρανα, γελούνε γύρω οι κάμποι απ' τη φεγγιά· και των αντρών αντιβροντάει το βήμα.

Και του Πηλέα ο γιος στιγμή τον Έχτορα απ' ομπρός του δεν παραιτούσε, κι' έτρεχε με πείσμα κυνηγώντας. Πώς σκύλος σ' όρος κυνηγάει μες σε λακκιές και πλάγια ζαρκάδι π' όξω τάβγαλε οχ τη φωλιά της μάννας, 190 και μες σε θάμνο αν πάει κρυφτεί και χάσει το, όμως τρέχει κι' όλο μυρίζει ψάχνοντας ως ναν του βρει τ' αχνάρια· έτσι κι' ο Έχτορας στιγμή δεν μπόραε να ξεφύγει.

Ταναφυλλητά του στήθους της γεμίσανε τον αέρα. — Αλλοίμονο! στέναξε βαθιά. Αλλοίμονο, είπε μέσα της, σ' εμένα! Αυτό το σπίτι δεν είναι το δικό μου. Αυτό το σπίτι είναι της ξελογιάστρας που ξελόγιασε τον άντρα μου. Και τώρα σηκώνεται απ' το χώμα και πάει και τηνέ βρίσκει. Αλλοίμονο σ' εμένα!... Το καλό πουλί δεν άκουσε τα παράπονα της χαροκαμένης.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν