Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Κι' ομπρός τους τότε ο Φοίβος, 355 του βαθυχάντακου έφκολα γκρεμίζοντας τα χείλια με μια κλωτσά, τα πέταξε στον πάτο, κι' έτσι δρόμο μακρύ γιοφύρωσε, φαρδύ τόσο όσο πάει κοντάρι που νιος τινάζει για να δει σαν πόση η δύναμή του· εκείμπροστά ο θεόςχοιμούν οι Τρώες λόχοι λόχοι. 360

Μα τουρκιάς καιρός τότε, σου λέει ο άλλος. Δεν ήταν τρόπος νάβρη ο ραγιάς καταφύγι. Και δεν ήταν πρεπειό για τον Τούρκο, να τα βολέψη ο μαβρο-χριστιανός, και νάβρη σύντρεξη και νάβρη παρηγοριά και παραθάρι· να καψογύρη ναλαφρώση τον πικρόν πόνο του. Οι καταδότες δεν απολείπουν πάντα από τον κοσμάκη, οπού λες. Κι από τα πολλά κάποιο ρεμένο στόμα πάει και το προδόνει!

Ο Χρόνης ανατρίχιασε τον έφαε μαύρο φίδι. Πάει τηράζειτον τορβά, τηράζει και τι βλέπει; Βλέπει το πρώτο του παιδί μικρό παλληκαράκι. Ο νους του σκοτεινιάστηκε, τα χείλια του παγώνουν· Πέφτει στραβός με το σπαθίτο τούρκικο τασκέρι Βαρεί δεξιά, βαρεί ζερβιά, βαρεί μπροστά και πίσω, Σφάζει αρβανίτας δώδεκα και δυο μπουλουκμπασίδες. Αλή Τζεκούρας έπεσε και τρεις επανωθειό του.

Αν τη θυμηθούν, ας είναι και μια μόνη στιγμή στη ζωή τους, αν τους ξεφύγη ένας μόνος χυδαίος τύπος, τέλειωσε πάει! Άλλαξε η γλώσσα. Ένας χαλασμένος τύπος χάλασε τη γλώσσα όλη. Ο χαλασμένος ο τύπος πρώτα θα μας δείξη, που κι άλλες πολλές λέξες πήραν την ίδια σειρά· μα είναι κι άλλο.

Κι' εφτύς σαν είδε τ' άσκημα σημάδια του γαμπρού του, πρώτα να πάει τον πρόσταξε τη σκιαχτερή Κατσίκα να σφάξει. Αφτή είταν θεϊκό, κι' όχι θνητώνε θρέμμα, 180 λιοντάρι ομπρός, καταμεσύς κατσίκα, πίσω δράκος, κι' έβγαζε φλόγες και φωτιές απ' τα πλατιά ρουθούνια. Κάνει καρδιά από θεϊκά σημάδια και παγαίνει και τη σκοτώνει.

Μα εκεί που τα μαστόρεβε με τη σοφή του τέχνη, 380 να την, προβάλλει η θέϊσσα η Θέτη ομπρός στον πύργο, κι' άμα την είδε, πρόστρεξε η λαμπροσκούφω η Χάρη πανώρια, πούχε ο ξακουστός πρωτοτεχνίτης τέρι, και πάει την πιάνει απ' το δεξύ και της λαλεί διο λόγια «Τί, Θέτη ακριβοθώρητη, σε φέρνει στο πυργί μας, 385 θεά μου σεβαστή; Τι δα συχνά δε μας θυμάσαι. Μον έλα μέσα, κόπιασε να σε φιλέψω κάτι

Πίσω στην πρύμη, ξεσκούφωτος, με το μακρουλό κεφάλι του, μούσκεμα. Γεμάτη νερό η κουβέρτα . . . . . — . . . . Και λύτρωσον ημάς από πάσης ανάγκης και θλίψεως . . .» Εξηκολούθει ο ιερεύς. — Αχ! πάει! θα πέσητον Μώλο! Δεν θα καβαντσάρη! — Κουράγιο, καπετάν Βγενιέ. Μη φοβάσαι! Μη φοβάσαι, καπετάν Βγενιέ! Ηκούσθη πάλιν από του λιμένος φωνή· η φωνή του καπετάν Μήτρου. — Κύττα, παπά μου!

Είπε, και σύγνεφο άνηλιο τον σκέπασε θανάτου, και πέταξε οχ τα στήθια του να πάει η ψυχή στον Άδη, κι' έκλαιε το μάβρο της γραφτό π' αφήκε αντριά και νιότη. Μα και νεκρό έτσι ο Αχιλιάς του φώναξε και τούπε «Ψόφα εσύ τώρα, κι' έπειτα ας μούρθει εμένα ο χάρος, 365 σα θέλει ο Δίας κι' οι λοιποί θεοί να μου τον στείλουν

ΣΤΕΦΑΝ. Τούτο θέλ' είναι για μένα ένα καλό βασίλειο, όπου θενάχω τη μουσική μου χάρισμα. ΚΑΛΙΜΠ. Αφού πρώτα χαλασθή ο Πρόσπερος. ΣΤΕΦΑΝ. Αυτό σε λίγο γίνεται· θυμούμαι την ιστορία. ΤΡΙΝΚ. Ο ήχος φεύγει· ας πάμε κατόπι του· και έπειτα κάνουμε τη δουλειά μας. ΣΤΕΦΑΝ. Μπροστά, τέρας· εμείς ακολουθάμε· ήθελα νάβλεπα τούτο τον τυμπανιστή. Πάει ολοένα. ΤΡΙΝΚ. Έρχεσαι; Εγώ θα πάω κατόπι, Στέφανε.

Λέγει ότι ήναι απόλυτος και επείγουσα ανάγκη να τον δεχθήτε. Έχει έλθει τόσες φορές. Μ α ρ ί α. Θα είναι πάλι κανείς δημοσιογράφος, χωρίς άλλο. Ο ένας πάει και ο άλλος έρχεται. Ας έλθη. Ά! Θεέ μου! Κ ώ σ τ α ς. Κώστας Μεμιδώφ Κ ώ σ τ α ς. Εγώ! Μαρία. Ένας μεγάλος ένοχος κ' ένας μεγάλος δυστυχής. Μ α ρ ί α. Δυστυχής! Κ ώ σ τ α ς. Πολύ, Μαρία.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν