Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Σώνει η Αγιωσύνη Σου να τους δίνης την ευκή σου σαν τον Άη μας το Γρηγόρη, και σαν τον Άη Γνάτη που βλογούσε την κλεφτουριά στον καιρό του Αλή Πασά. Χλωμιάζεις; Μη φοβάσαι. Σήμερα κλεφτουριά πια δεν έχουμε. Ο κλεφτοπόλεμος έσβυσε, πάει. Σήμερα έχουμε άλλα τερτίπια. Σήμερα έχουμε &Μπόμπες&. Μεγάλη η χάρη της Μπόμπας!
Ας είναι κ' έτσι! η ευχαρίστησίς μου να είμαι πλησίον τις Καρολίνας πάει.
Ο ποταμός όλο τρέχει κι όσο πάει φουσκώνει η ορμή του. Λες που για να περάση, σκάφτει τα χώματα και τρυπά τις πεδιάδες. Πληθαίνουν τα λαμπρά νερά, πληθαίνουν κ' οι αθρώποι. Παντού βλέπεις χωράφια και πάλε χωράφια. Δεν είναι τόπος χωρίς κάτοικο, αγρός χωρίς εργάτη.
Συνέβηκε πρώτα πρώτα που το λατινικό το στοιχείο τόχαψε μια μορφιά, ώςπου να γίνη άφαντο, και πως τους Λατίνους το κάτω κάτω τους άλλαξε ο Ρωμιός όνομα και πίστη, αφού το Ρωμαίο τον έκαμε Ρωμιό, πάει να πη Έλληνα.
Σε καθρέφτην ένας Γάτος 305 Άλλον όμιον του θαρρούσε· Με παιγνίδια πάει τρεχάτος, Να τον φτάκη προσπαθούσε. Το γιαλί τον εμποδάει· Θιαμασμένος απομνήσκει· 310 Αποπίσω ευτύς περνάει· Μον κι' εκεί δεν τον ευρίσκει. Μεταέρχεται, κυττάζει, Και τον βλέπει ομπρός του πάλι. Σταματάει, συλλογιάζει, 315 Και ταράζει το κεφάλι·
Επανελάμβανε γογγύζουσα εκ του οξέος πόνου η κόρη. — Πάει το παιδί μ'! Προσέθετε και η γραία άπελπις, η καλή και συμπαθής μήτηρ, τρωθείσα εις τα καίρια. Και η γειτονική ηχώ από του εξοχικού συμποσίου εκόμιζεν ως ειρωνικήν περιφρόνησιν προς το ατυχές συμβάν τους στίχους του άσματος της καμάρας: Κοντέ μ' και πού ν' το χέρι σου Και πελεκάς με τώνα; Έλα το πουλί μου ν' έλα . . . .
Ένα πράμα όμως σου το τάζω χωρίς δισταγμό, πως θα είναι ρωμαίικα τραγούδια, και ρωμαίικα πάει να πη της καρδιάς μας το αίμα.
Τότε ο Έφις άνοιξε τα χέρια και έκλινε λίγο το κεφάλι σαν να ήθελε να πει: τότε γιατί θέλετε τη συμβουλή μου; αλλά η ντόνα Έστερ έβαλε τα γέλια και σήκωσε, χτυπώντας τες νευρικά, τις δυο μαύρες άκρες από το σάλι της. «Και πού θα ’θελες να πάει, λοιπόν; Στο σπίτι του Ρετόρου σαν τους ξένους που δεν βρίσκουν πού να μείνουν;» «Εγώ δεν θα του έδινα καμία απάντηση», πρότεινε η ντόνα Ρουθ παίρνοντας από τα χέρια της Νοέμι το τηλεγράφημα που εκείνη δίπλωνε και ξεδίπλωνε νευρικά. «Εάν έλθει, καλώς να ορίσει.
Σαν άκουσε της λυγερής τα μαύρα λόγια ο Γιάννος Τον πήρε η μαύρη απελπισιά και η λαύρα της καρδιάς του Και φεύγει αναστενάζοντας και πάει αγκομαχώντας.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρι σαλεβάρι και το φεγγάρι συντροφιά και πάει και την φέρνει... Η μάνα βλέποντας την άξαφνα δεν ημπορεί να πιστέψη τα μάτια της. Και όταν τέλος την αναγνωρίζει και μαθαίνει τον ανέλπιστο γερανό της, σωριάζεται το γεροντικό κουφάρι ελεεινό από το μαρτύριο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν