Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Την στιγμήν εκείνην του ήρχετο εις την μνήμην έν άσμα επτανησίου ποιητού, το οποίον έπαιξε τόσον μέρος το πάλαι εις όλους τους ρωμαντικούς έρωτας του καιρού εκείνου: «Ξύπνα γλυκεία μ' αγάπη...», κ' ενθυμείτο το δίστιχον: «Μόνον τ' αχνό φεγγάρι...», ως και το άλλο: Έχετε γεια, λαγκάδια, βρυσούλαις, κρύα νερά, γλυκειαίς αυγαίς, πουλάκια, για πάντα έχετε γεια!

Απ' την κορφή ΄ς τα νύχια Μ' έγδαρε, με ξεφλούδισε το βόλι, το λεπίδι... Μ' έφαγε η γύμνια κ' η ερμιά... Έβαψε τα παλιούρια Η ξεσχισμένη φτέρνα μου... Μ' έδειρε το χαλάζι... Έστρωσα το κρεββάτι μου μες ’ς τη μονιά του λύκου... Κυνηγημένος σα θεριό τη νύχτα ’ς τα λαγκάδια Έβγαινα κ' έβοσκ' αρπαχτά τα κούφια βελανίδια Που εσέποντο ’ς τα χώματα, κ' εζούσα μ' αποφάγια Π' αφίναν τ' αγριογούρουνα... Κι' όταν τον αλωνάρη Μούχαν πιασμένα τα νερά και μ' έφριγεν η δίψα, Ακούστε το, μωρές παιδιά, εζύμονα ’ς τα δόντια Κ' εχόρταινα βυζαίνοντας μια φλούδ' από μολύβι, Και δε θυμούμαι νάνοιωσα ποτέ μου τη λαχτάρα Όπου με σφάζει σήμερα, και σα μονομερίδα Απών' αρμό ’ς τον άλλονε, κρυφά κρυφά χωνεύει Και μου ρουφάει τη δύναμη και με νεκρόνει, Λάμπρε.

Ήξερε αυτός από μικρός ότι όποιο παλληκάρι Αρπάξη τ' ολομέταξο μαντήλι της Νεράιδας, Εκείνη αφίνει τα νερά, τον παίρνει από κατόπι, Και γίνεται γυναίκα του και γίνεται 'δική του. Βάνει ο Γιαννούλας φυλαχτό μπαρούτι και λιβάνι Και πάειτης πέτραις της οχθιάς κι αρπάζει το μαντήλι Και ροβολάτη λαγκαδιά και χάνεταιτα πεύκα.

Καταραμένο το νερό που τωδινες, παιδί μου, Κάθε βραδειά! ... Τα στήθηα του αντί να του δροσίζη, Του τάκαιγε κατόκαρδα, κ' ήταν η φλόγα ... αγάπη! Είνε της μάγισσας παιδί, κ' είν' ακουστός ο Ήλιος, Που τόπον απερπάτητο τη μέρα δεν αφίνει... Όπου αν κρυφτής θε να σε βρη...Θε μου! νεράιδα κάμ' την, Νάχη τη μέρα 'ςτά νεράκατάβαθα παλάτια. Κι' όταν αυτός θα χάνεται, να βγαίνη αυτή 'ςτήν Πλάση!...

Από την άλλη μεριά του συμπλέγματος ο Ενάρετος Έρως με φτερά μαζωμέν' από τη λύπη προτείνει τη σαΐτα σ' έναν ολόκληρο λαό του ρουμανιού, που σιμώνει, από φαύνους, κριούς, τράγους, σατύρους και σατυρομάννες, που σφίγγουν τα μικρά τους δυνατώτερα με τα τρεμάμεν' από το φόβο τους χέρια, που όλοι μαζί τρέχουν απ' αριστερά μέσα σ' ένα βαθουλό δρομάκι ανάμεσα στο προσκήνιο κ' ένα βραχώδη τοίχο, που στα ριζά του μια βρύση χύνει απ' τον κρουνό της λυπητερά νερά.

Άφιναν στρίγλικα άγρια τσιριχτά, πάνω στις ακροπελαγιάς τα βράχια· άστραφταν την ολόχρυση φτερούγα τους μες τα γαληνεμένα τα νερά, κ' εχάνονταν στα πλάτια του γιαλού κεικάτω τρομαγμένα. ... Αλήθεια, εκοιμήθηκες καμιά φορά στη βάρκα μέσα; Συ κιόλα, πολυχαϊδεμένε μου!

Αυτός θα σου φανή ότι έχει κλειστά τα μάτια του, ή ότι ολότελα δεν έχει μάτια. Θεαίτητος. Πώς; Ξένος. Όταν του δώσης αυτήν την απάντησιν, θα σε περιπαίξη διά τους ορισμούς σου, διότι θα προσποιήται ότι δεν γνωρίζει ούτε κάτοπτρα, ούτε νερά, ούτε όρασιν το κάτω κάτω, αλλά μόνον θα σε ερωτήση το συμπέρασμα των λόγων. Θεαίτητος. Ποίον; Ξένος.

Την ώρα που περπατεί ο κόσμος ο Ελληνικός, ο Τούρκικος, ο Αρμένικος και των Φραγκολεβαντίνων η σάρα, ― ανακατωμένοι σαν τα νερά μεγάλου λασπωμένου ποταμού, ― στο Σαυροδρόμι, το Φανάρι, είναι ήσυχο και λίγες είναι στις πόρτες οι γυναίκες, λιγοστοί στους δρόμους οι άντρες. Βλέπω κάποιους παπάδες. Οι πλούσιοι έφυγαν· τους τράβηξε η ζωή και πήγαν κ' έφτειασαν καινούρια σπίτια στο Πέρα του Γαλατά.

Κλωνάρια απ' αγριοπρίναρα, φουρκάλες από ελάτια Θέλω να στρώνω στοιβανιές κι' απάνου να πλαγιάζω, Ν' ακούω τον ήχο της βροχής και να γλυκοκοιμιέμαι. Από ημερόδενδρον, αητέ, θέλω να τρώω βαλάνια, Θέλω να τρώω τυρί αλαφιού και γάλα απ' άγριο γίδι. Θέλω ν' ακούω τριγύρω μου πεύκα κι' οξιές να σκούζουν Θέλω να περπατώ 'γκρεμούς, ραϊδιά, ψηλά στεφάνια, Θέλω κρεμάμενα νερά δεξιά ζερβιά να βλέπω.

Ένα βράδυ το γεμάτο φεγγάρι πρόβαλε από τον αντικρυνό λόφο. Υψώθηκε ανάμεσα απ' τις ψηλές λεύκες κ' ύστερα σταμάτησε καταμεσής τουρανού και καθρεφτιζότανε μες στα νερά της λίμνης. Τότε ο γέροφιλόσοφος ξεπρόβαλε απ' το ψηλό αψιδωτό παραθύρι. Το φως του φεγγαριού έπεσε πάνω στα λευκά του μαλλιά, στο πλατύ του μέτωπο, στα μακρυά χιονισμένα του γένεια και γλύστρησε ως την ψυχή του.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν