Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
Η γνώση πως ταξιδεύει κατά την Ανατολή, θα του έλεγε λόγια χρυσά και παραμύθια. Εγώ είμαι γυμνός από αντιλαλιές, ξερός από αναβρυστικά νερά, και άδειος, και άγονος. Εγώ βλέπω πως όταν ο ήλιος πέφτει κατεπάνω τους, τα νησιά και η Αττική είναι τριανταφυλλιά και η θάλασσα πολύ βαθειά χρωματισμένη.
Ο λοστρόμος έσκυψε το κεφάλι και τράβηξε στην πλώρη, γλυστρώντας απάνω στα νερά, που βρέχανε την κουβέρτα, από σχοινί σε σχοινί, να βασταχτή από το μπότζι. Τσιμουδιά δεν είπε. Μουρμούρισε μονάχα από μέσα του, σαλτάροντας χωρίς να το θέλη: — Τη δουλειά μου;... τη δουλειά μου. Όλη τη νύχτα το βάστηξαν έτσι, με τις κάτω γάπιες, παλεύοντας με το κύμα και το σκοτάδι.
Ο άνεμος εβόιζε γύρω του· κάτω μέσα εις την άβυσσον έβραζαν τα νερά, που έλυωναν από τον Παγώνα, το Παλάτι της Νεράιδας του Πάγου.
Νάτος ο ήλιος που έπεσε και πάει να βασιλέψη, Νάτα που ισκιώσαν τα ριζά και δροσερεύει ο κάμπος. Ο ήλιος 'χάθη ολότελα και τα βουνά σουρπώσαν, Θόλωσαν τ' ανοιχτά νερά κι' απάνου βγήκαν τ' άστρα. Διπλά ανασαίν' η αργατιά κι' απαρατάει το έργο, Κ' εκεί που κληματόβεργες κι' από παλιούρια φράχτες Καλύβι ολόρθο πλέκουνε, δείπνον απλό κυκλώνουν, Και τον απλό το δείπνο τους φωτάει θαμπό λυχνάρι.
Έβλεπε τάχα το κύμα που άπλωνε ήμερο εμπρός ή τον ίσκιο του πλοίου που με τη σκάφη ψηλή πρύμη — πλώρη, τ' αγέρωχα κατάρτια, την καμαρωτή κοντραγέφυρα και τον ψηλό καπνοδόχο και το μπαστούνι φοβερό, εγλυστρούσε σαν πολεμικός κριός απάνω στα νερά; Ποιος το ξεύρει!
Τότε απ' το πόδι τον αρπάει και στα νερά τον ρήχνει 120 να πάει το ρέμα, κι' έπειτα καμαρωμένος είπε «Τα ψάρια σύρε αφτού να βρεις, π' απ' την πληγή σου γύρω θα γλύφουν αίμα αξέγνιαστα.
Κι' είπε τόσα η πονηριά της, Που κοντεύει στα νερά της Την κοπή των Αλουπών Να τραβίση και, να σύρη, 280 Πάσα μια απ' αυταίς να γύρη, Στο δικό της το σκοπόν· Μόνε μια απ' όσαις τότες Ήταν δεύτεραις και πρώταις, Αλουπού καθολική, 285 Ε της λέι, αγαπημένη, Πώχεις την νορά κομμένη, Κι' είσαι τόσο γνωμική, Αν αυτή η συμβουλή σου, Που με τόσην όρεξί σου 290 Να δεχτούμε επιθυμάς,
Πελεκούν οι μάστοροι και χτίζουν, Στεριώνουν τα θεμέλια τους κι' απ' τότε δε βουλίζουν Στο ρέμμα, ουδέ ξεσέρνονται· κι' απ' τότε κάθε βράδυ, 'Σάν πέρναε το μεσάνυχτα κ' έσφιγγε το σκοτάδι, Άκουε ο πρωτομάστορας τραγούδι γνώριμό του Να βγαίνη απ' τα βαθιά νερά, άκουε κι' απ' τον καϋμό του Ξυπνός στην ακροποταμιά ολονυχτής γυρνούσε.
Να το ολόκληρο στα πόδια του, σιωπηλό κι εδώ κι εκεί να γυαλίζει από τα νερά στο λιόγερμα, το κτηματάκι που ο Έφις λογάριαζε περισσότερο δικό του παρά των κυράδων του.
Ο πρώτος διορίστηκε μετά το θάνατο του Κωσταντίου · χρέη του είτανε να επιστατή όλα της Πρωτεύουσας, να φροντίζη τους Δήμους της, την ησυχία, συντεχνίες, λουτρά, νερά, σιτερά, προμήθειες. Ερχούμαστε τώρα στο Μεγάλο Θαλαμηπόλο, τον Πραιπόσιτο των Κουβικουλαρίων αξίωμα φερμένο από την Ασία.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν