Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
Ο θερμός άνεμος μαζύ με την οσμήν του θείου έφερε την αναπνοήν των κατηραμένων πόλεων, αι οποίαι ήσαν θαμέναι χαμηλώτερα από τας όχθας της υπό τα βαρέα και υφάλμυρα νερά. Τα σύμβολα εκείνα της αθανάτου οργής, επροξένουν φρίκην εις τας σκέψεις του; και έμενε με τους δύο αγκώνας επί των κιγκλίδων με το βλέμμα ατενές και με τας χείρας εις τους κροτάφους. Κάποιος τον είχεν εγγίσει. Εστράφη.
Η Πόλη δεν είναι η Χάλκη, η Πρίγκηπο, τα Θεραπιά, δεν είναι τα Γλυκά Νερά της Ασίας. Η Πόλη δεν είναι οι δερβίσηδες, που άλλοι γυρίζουν σα σβούροι, άλλοι ουρλιάζουν σα λύκοι. Δεν είναι οι χοτζάδες, οι χαμάληδες, οι χανούμισσες, ούτε η πολύχρωμη ανακατωσούρα, που αρέσει μερικών ζωγράφων.
Μόνον πού και πού, όταν οι φωτιές ψηλώνουν περισσότερο και χρυσαλείφουν πέτρες και νερά δείχνουν και στο κατάστρωμα φίδια κουλουριασμένα τα σχοινιά, πεινασμένη την κόψη των αρμάτων, αιμάτου λίθρους εδώ κ' εκεί. Άλλο τίποτα.
Και γούρνες πάντα απ' τα νερά βαθιές πετροφτιασμένες γιομίζουνε, όπου σύχναζαν οι κόρες κι' οι γυναίκες των Τρώων τ' απαλόφαντα σκουτιά να καλοπλύνουν, 155 πριν, στης ειρήνης τους καιρούς, πριν φτάσουν οι Αργίτες.
Είχε ιδεί παλάτια θεμελιωμένα μέσα στα νερά, κι' άλλα παλάτια που έμπαινες μέσα και δεν ήτανε ψυχή κι' άξαφνα στρωνότανε μπροστά σου ένα τραπέζι με όλα τα καλά του κόσμου κ' έτρωγες κ' έπινες και ύστερα πάλι το τραπέζι χανότανε από μπροστά σου.
Ζερβά η λίμνη ατάραχη, απλωτερή, ολόστρωτη και μακρουλή, με το χαϊδεμμένο κι ακριβό νησάκι της μες τη μέση και με τον καλαμιώνα περίγυρα, καθρεφτίζει στα βάθη της, σα να σφίγγη απάνου στα στήθη της ερωτικά τον γαλανόν ουρανό και τ' αντίπερα καμαρωμένο βουνό της. Κάπου κάπου οργώνει τα νερά της κανένα καϊκάκι.
Τα σπάρτα τα πρόσχαρα όλο γελούσαν και όλο παιγνίδιζαν μες τις τρελλές ακτίνες κι' όλο πλουμίζονταν και καμάρωναν. Κ' οι καλαμιές λύγιζαν πάντα παιγνιδιάρες κ' ερωτικές και τώρα έσκυβαν· και καθρεφτίζοντο στα βασιλικά νερά και τώρα πάλι πεισμωμένες τίναζαν με νάζι τα κορμάκια τους και γελούσαν με τα γαργαλίσματα της αύρας.
Τα πουλάκια απάνω απ' τα κλαδιά και οι κύκνοι μέσα απ' τα νερά μια μέρα, που είχε κλάψει πολύ, τη συμπόνεσαν κ' έσκυψαν πονετικά απάνω της. Και της είπαν όλα μαζή: — Μη κλαις, όμορφη βασίλισσα. Εμείς θα σου χαρίσωμε μια βασιλοπούλα, που τα κάλλη της δε μετασταθήκανε στον κόσμο. Η όμορφη βασίλισσα αναστέναξε βαθιά και δεν εμίλησε. Της φάνηκε πως ονειρεύεται.
Μάζεψε το αρμίδι του, έβαλε τη λαγουδέρα στο τιμόνι, πήρε το αγκουρέτο μες στη βάρκα, ζύγωσε τη βάρκα στη σκάλα κι' άρχισε να λύνη το μεγάλο κόκκινο πανί. Οι βιολιτζήδες πήδησαν μες στη βάρκα. — Άλα, γέρο! Πήρε να φρεσκάρη. Αβάρα να φεύγουμε... Το πανί φούσκωσε λασκάδο. Η φελούκα γλύστρησε επάνω στα βραδυνά νερά.
Σε μια κι άλλη μεριά του Της λίμνης τ' άσπρα τα νερά τα δόλια δεν προφταίνουν Να το 'ρωτήσουν τι του φταίν' κ' άγρια τα ξεσχίζει. Βογγούν, φωνάζουν, σκούζουνε και μεριασμένα μένουν Κ' εκείνο φεύγει και πετά και σχίζει, πάντα σχίζει, 'Σάν νάθελε σε μια στιγμή εκεί που πάει να φθάση. Μέσα του το γραμματικό καθάρια το Θανάση Βλέπω του καπετάν Μακρή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν