United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, και σβύνει ο Ήφαιστος τις θεϊκές του φλόγες, και κάτου τρέχουν τα νερά ξανάστροφα στο ρέμα. Κι' έστεκε ο γέρο-Πρίαμος στον πύργο, κι' από κει είδε 526 το γίγα του Πηλέα γιό· και σαν τραγιά όλοι οι Τρώες δίχως αντίσταση έτρεχαν φύγει όπου φύγει ομπρός του.

Η λίμνη, με τα στίλβοντα κρυσταλλώδη νερά της, κείται εις τον πυθμένα μεγάλης λεκάνης, υπέρ τους πεντακοσίους πόδας κατωτέρω της επιφανείας της Μεσογείου. Εντεύθεν ο πνιγηρός καύσων εκεί. Αι όχθαι είνε τώρα έρημοι.

Φρόντισε να γίνη και προστάτης τω σοφώνε κείνης της εποχής, ίσως για να του πλέκουν εγκώμια. Έλεγες και ζούλευε τη δόξα του Περικλή όταν έχτιζε τη νέα του Πολιτεία δίπλα σταθάνατα μνημεία του Ιχτίνου και του Φειδία. Στο Ρωμαίο η μίμηση έρχεται όχι δεύτερο, μα πρώτο φυσικό, κ' εδώ ο Αδριανός βρέθηκε στα νερά του.

Εκεί ο λαός ηυτύχησεν· Εκεί η Παρνάσσιαι κόραι Χορεύουν, και το λύσιον φύλλον αυτών την λύραν Κει στεφανόνει. Άγρια, μεγάλα τρέχουσι Τα νερά της θαλάσσης, Και ρίπτονται και σχίζονται Βίαια επί τους βράχους Αλβιονείους. Αδειάζει επί τας όχθας Του κλεινού Ταμησού, Και δύναμιν, και δόξαν, Και πλούτον αναρίθμητον Το αμαλθείον.

Γλυκύς ζέφυρος εφύσα εις τους πελωρίους πλατάνους, τριγύρω εις την μεγάλην δίκρουνον βρύσιν, όπου εκελάρυζε τα νερά της στ' αυλάκια, το ρέμμα-ρέμμα τον κατήφορον. Έκαμα τον σταυρόν μου, έξωθεν του παραθύρου, εις το γλυκύ φως των κανδηλίων, όπου έφεγγον εμπρός εις τον Χριστόν και την Παναγίαν και τον Πρόδρομον και τον Προφήτην Ηλίαν, με την μάχαιραν και με την μηλωτήν.

Μον να δεχθούν τους Ποντικούς στα βάθη να τους ρίξουν, Και σέροντάς τους στα νερά με θρίαμβο να πνίξουν, Πρώτος ο μέγας Χουγιατάς το άρμα του ξαμόνει, Και τον αξιότερον οχτρό χτυπάει και πληγώνει· 420 Το Λαδορρούφη πώστεκε στη μπροστινήν αράδα, Στρατιότη μεγαλόκαρδον με σπάνια αντριά κι' αξιάδα, Αυτόν αγνάντια του έχοντας ματιάζει με την πρώτη, Μες το πλευρό τον πίτυχε, και του τρυπάει το σκότι.

Κάθε αυγή με το πρώτο ανάβλεμμα του ήλιου, οι φρεγάδες αστραποβολούν, άγγελοι ασπροφόροι ανάμεσα στα γαλανά νερά. Τόρα ψυχή δεν έχουν· έρημες είνε από ναύτες και καπετάνιους. Όμως θα έρθη ώρα που ψυχή θα πάρουν και γοργόνες καστρορίχτισες θα σμίξουν και θα σύρουν πάλι στον δρόμο τους.

Φορούσα τα νυμφικά της, χρυσά προικιά, βαρειά προικιά, χρυσά στολίδια, μεταξωτά στολίδια, έστεκεν εις το παράθυρον σαν της χαράς κ' ευδαιμονίας τάγαλμα, κ' έβλεπε την πομπήν την μεγαλοπρεπή, που εβγήκαν οι ιερείς από την εκκλησίαν να ρίψουν τον Σταυρόν εις την θάλασσαν, ν' αγιασθώσι τα νερά. Κοντά της ίστατο ο καπετάν-Μοναχάκης εύμορφος, στολισμένος, καπετάνιος ευτυχής.

Το ρέμα του είναι σιγανό και στενά τα παράλια που λούζει. Λίγο λίγο μεγαλώνει. Η γις ποτίζεται με τα νερά του κ' οι κάμποι γεμίζουν πρασινάδα· δροσίζουνται οι ρίζες και τα δέντρα χύνουν όλα τους τα φύλλα. Αν πάτε με τον ποταμό, γρήγορα θα διήτε στο δρόμο σας σπίτια, χωράφια και ζωή. Σωρέβουνται σε μια μικρή χώρα άντρες, γυναίκες και παιδιά. Γίνεται δ ή μ ο ς· έχει τα έθιμά του και τη γλώσσα του.

Άσπρος και λερωμένος σαν άπλυτο καραβόπανο εστριφογύριζε γοργά, λέγεις κ' εβιαζόταν να κρυφθή στα κύματα, πριν τον προφθάση η αναστάτωσι των στοιχείων. Τα δελφίνια έτρεχαν κοπαδιαστά επάνω στον καιρό κ' επηδούσαν έξω από τα νερά, σαν να τα εκυνηγούσε καμμία φάλαινα. Οι γλάροι με τον λαιμό στους ώμους, χαμωπετώντας και σκούζοντας έφευγαν κατά τις στεριές.