Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
Είνε ακόμα ίδιες και απαράλλαχτες, όπως την ημέρα που επρωτοφάνηκαν στα νερά του Καβομαλιά. Είνε χυτές πρύμη — πλώρη· κ' έχουν τις αρματωσές τους βασιλικές κ' εκείνες. Τα κατάρτια τους ατόφια προύτζινα από κάτω στη σκάτσα ως απάνω στη γαλέτα. Τις αντένες όλες ατσαλένιες· σχοινιά και ξάρτια από καμηλότριχα και τα πανιά τους ολομέταξα.
Μας πιάνει μια κρυάδα, κοκκαλιάσαμε κι οι δυο. Του λόγου της τα χρειάστηκε μαζί μου. Στρυμωχτήκαμε και οι δυο καταμεσής του μονόξυλου. Άρχιζε να κάνη νερά, και τάζω για λαούτο, να βγάλω το νερό, δεν βρίσκουνταν στο μονόξυλο λαούτο. Σούπα δα! Σα να μας είχε ο διάολος ωρμηνεμένους. Αρχίσαμε να βγάζουμε το νερό με τις απαλάμες μας.
— Εκείνα πούχαν μια φορά, Βριόνη, οι γέροντές σου. Ένα δικέφαλο αητό με τα φτερ' απλωμένα Κ' επανωθέ του το Σταυρό... — Θανάση... ναι ή όχι; — Όχι... δε δίνω σ' άπιστον ούτε μια φούχτα χώμα Από τη γη μου τη γλυκειά, ούτ' από τα νερά μου Δε δίνω μια σταλαματιά. — Το κρίμα στο λαιμό σου... Οσμάν!... πώς ήρθες;... τι θα πης;
Ήξερε πώς προβάλλει ο χρυσός Ήλιος απ' την κορφή του βουνού και πώς ροδίζουνε οι πλαγιές κ' οι κάμποι και πώς ντύνονται τα ωραία τους στολίδια στο φίλημά του δένδρα και λουλούδια. Ήξερε πώς προβάλλει τολοστρόγγυλο φεγγάρι απ' τη θάλασσα και πώς ασημώνει τα ωραία νερά, που ανατριχιαζουνε στο φως του, και τα λευκά πανάκια, που αρμενίζουνε στο πέλαγο.
Και μόνον η ομίχλη αδιάφορη, ασυγκίνητη επίμενε να πυκνώνη τους ατμούς κρύους και να τυλίγη, να τυλίγη τα τόσα τέρατα που εβρυχόταν περίτρομα στους κόρφους της. Άξαφνα βλέπω κάτω και γνωρίζω ασημοστρωμένη τη θάλασσα. Μπουλούκι θαλασσοπούλια επέταξαν, λέγεις από την πλώρη μας, ετεντώθηκαν γραμμή ολότρεμη, εξύρισαν με το φτερό τα νερά, εχάθηκαν πέρα σαν μαύρο φείδι μακρύτατο που φεύγει τη φωτιά.
Κάτω από το τρεμόφεγγο των άστρων, το πισαλειμμένο σκαφίδι του με τα παραπέτα φελοντυμένα, την πρύμη και την πλώρη χαλκόφραχτη, μόλις ξεχωρίζει από τα σκοτεινά νερά και της ακρογιαλιάς τα χάλαρα.
Ήρθε κι αυτός ο Πρίαπος, ήρθε κ' εκείνος κ' είπε: «Πώς έτσι απομαραίνεσαι, δυστυχισμένε Δάφνι; Η κόρη εκείνη π' αγαπάς περνοδιαβαίνει τώρα σε βρύσες με τα κρυά νερά και σε πυκνά λαγκάδια. Τι σε ζαλίζω; έχεις εσύ δυστυχισμένη αγάπη.» Αρχίστε, Μούσες μου καλές, βουκολικό τραγούδι.
Ολίγον έλειψε που τα νερά να με πνίξουν, μου εσήκωσαν τες αίσθησες, και με μεγάλην βίαν με ετράβηξαν, και μ' έρριξαν εις το παραθαλάσιον από μίαν σχοιματιάν βουνού.
Αλλ' όταν το πρωί την επανείδε τον κατέλαβεν αιφνίδιον πείσμα παιδίου, το οποίον συντρίβει όταν του δίδουν το αντικείμενον το οποίον εζήτει επιμόνως. Εις αυτήν δε την ψυχικήν διάθεσιν τον εύρε μετ' ολίγον η χήρα και δεν εδυσκολεύθη να τον φέρη εις τα νερά της. Αλλ' η μεταβολή δεν ήτο πραγματική.
Το θρεφτό μας συμμαζωμένο στην πλώρη, κλινάφτικο, με τη μουσούδα χωμένη σε μια νεροκολοκύθα, έμενεν ακίνητο απάνω στα νερά του και δεν έβγαζε γρυ από τον φόβο του. Και το αστροπέλεκο άστραφτε κ' εβρόντα ολόγυρά μας, αριστερά, δεξιά, εμπρός και πίσω μας γοργό και αλλεπάλληλο, λέγεις κ' εβιαζόταν να κατακάψη τα σύμπαντα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν