Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
Και ρίχνοντας την πρώτη φτυαριά το χώμα έλεγε γελώντας ο νεκροθάφτης: «Μια φορά κ' έναν καιρό ήτανε ένα αγαπημένο αντρόγυνο....» Την ώρα που λιγοθυμάει το φως πάνω στα νυσταγμένα τα λουλούδια και στα κοιμισμένα τα νερά, βγαίνει από το παλάτι της η Πεντάμορφη.
Τα χρυσοπόρφυρα συγνεφάκια που εσυντρόφευαν το κατέβασμα του εσκόρπισαν στον πλατύν ορίζοντα, εσκάλωσαν κάπου μαύρα σαν γιγάντιες καπνιές. Ο Αποσπερίτης έλαμψε κρυσταλλόχιονο μέσα στα σκούρα. Εφάνηκαν ψηλά οι αστερισμοί ένας κ' ένας. Τα νερά κάτω επήραν εκείνο το λευκοσκότεινο χρώμα το κρύο και λαχταριστό του ατσαλιού.
Οι Ιρλανδοί ρωτούσαν. «Ποιοι είναι λοιπόν αυτοί οι μεγαλόπρεποι άρχοντες; Τους γνωρίζει κανείς; Κυττάχτε τι βαρύτιμοι μαντύες, στολισμένοι με γουναρικό και με χρυσάφι. Κυττάχτε στη λαβή των σπαθιών, στης πόρπες των γουναρικών, πώς αστραποβολούν και τι νερά κάνουνε τα ρουμπίνια, τα σμαράγδια, τα μπερούλια, και χίλιες άλλες πολύτιμες πέτρες που ούτε τόνομά τους δεν ξέρουμε!
Ανατολή και Ρούμελη, κάτασπρες από το χιόνι αστραποβολούσαν στο ηλιοπύρι κ' εκαθρεφτίζονταν στα νερά. Ψαρόβαρκες με τ' άσπρα και τα κόκκινα πανάκια τους, αρμένιζαν εδώ κ' εκεί στις χαρούμενες ακρογιαλιές, σαν θαλασσοπούλια που σκύφτουν να παιγνιδίσουν με το κύμα.
Διότι εκείναι δεν εθεώρησαν μεν ανάξιον αυτών να εμφανισθούν εις άνδρα σκληραγωγημένος δασύτριχον και ηλιοκαή, αλλά προς άνθρωπον οποίος είσαι συ —και δι' όνομα της Λιβανίτιδος μη με αναγκάσης ν' αναφέρω από τούδε τα πάντα φανερά ούτε να πλησιάσουν θα κατεδέχοντο κατ' ουδένα τρόπον αντί δε να δώσουν δάφνην, με μυρίκην ή και φύλλα ακαλήφης θα εμαστίγωνον και θ' απεδίωκον τον τοιούτον, ώστε να μη μολύνη τον Ολμειόν ή την κρήνην του Ίππου, της οποίας τα νερά επιτρέπεται να πίνουν μόνον τα διψώντα ποίμνια ή ποιμένες έχοντες τα στόματα αγνά.
Τεσσεράμιση μίλια μάκρος είχε ο δρόμος της Αντιόχειας, που από τη μια μεριά πήγαινε παράπλευρα με τον ποταμό, κι από την άλλη σκεπαζότανε με στοά μεγαλόπρεπη απ' άκρη σ' άκρη. Κι όσο για νερά, όπου γύριζες να δης έτρεχαν, κ' είταν η μόνη πόλη που δε μάλλωνε ο κόσμος για νάβρη τόπο μες στα λουτρά.
Έλα να ζήσουμε μαζί σαν τα τρυγόνια, Χρύσω, Να περπατάμε τες ερμιές, τ' απάτητα τα λόγγα, Πούνε τ' ανεύρετα νερά τ' αμάζωχτα λουλούδια, Κι' οπού το λεν οι πέρδικοι κ' οι κούκοι ξεγνοιασμένοι. Ιδές, ο Μάης με τες δροσιές και τα πολλά του τ' άνθια Και με την ερωτάρικη τη μυστικιά του γλώσσα Γροίκα, τρανά σ' ανακαλεί στη μαγική αγκαλιά του Άκου, με τους κελαϊδισμούς τ' αηδόνια σ' ανακράζουν —
Όπως το πλατάνι, που της ρίζες του απλώνει σε τόπον όπου τρέχουνε νερά και θεριέβει το κορμί του κι' όσο πάει και φουντώνει, έτσι σαν γίγαντας υψώνεται, όποιος γερά στα δάκτυλα σφίγγει της Πίστης τα λουριά.
Εκεί εις τον ήλιον ήτο μία μεγάλη και παλαιά κατοικία γεωργών, περιτριγυρισμένη από περιβόλια και νερά και σταύλους και ορνιθώνας. Εκεί δε μία πάπια εκάθητο εις την φωλεάν της, και εκλωσούσε τα αυγά της. Αλλ' η πτωχή είχε βαρυνθή πλέον να κάθηται τόσον καιρόν. Δεν ήρχοντο δε και αι συντρόφισαί της να την επισκέπτονται συχνά.
Αντίκρυ, μέσα στη σκιά που άπλωνε στα νερά το βουνό του Προδρόμου, η «Αθηνά» σάλευε παραπονετικά. Ο Μοναχάκης κουβαριασμένος απάνω στην άμμο, μέσα στην αγκαλιά του Γερο-Φλώκου, μ' ένα ροχαλητό που έβγαινε από το στήθος του, σήκωσε το κεφάλι του με κόπο και κάρφωσε τα μάτια του μισοσβυσμένα απάνω στο μπρίκι. Το πρόσωπό του ήταν σαν κερί, το στήθος του ανεβοκατέβαινε σ' ένα βουβό αναφυλλητό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν