Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Αυγούστου 2024


Λες και σαν ορθόκορμη κι αρματωμένη Αθηνά σταθηκε μπροστά στον Πανάγο άμα τον είδε κ' έμπαινε στο χαμώγι, και μετρώντας τον πατόκορφα με τα θεογάλανα εκείνα τα μάτια της, μόνο που δεν τον έτρωγε καθώς του φώναζε η αρχοντικιά, η ασπρόδερμη κ' η φεγγαροπρόσωπη η Μιχάλαινα. — Τι 'ναι μαθές αυτά που αντιλαλήξανε πάλε μέσα στον κόσμο! Δεν είναι καμώματ' αυτά, και να λείψης.

Μα ο Μιχαήλος που εβάλαμε να φυλάγη μήπως έλθης, τον είδε και άνοιξε την αγκάλη του να τον εμποδίση. Μα εκείνος, σαν να έβλεπε τον όξω απ' εδώ μπροστά του, έβγαλε, λέγει, μια βλαστημιά κ' εσκόντησε τον Μιχαήλο κατά γης κ' εβγήκε κ' έφυγε! Γι' αυτό δεν σε άνοιξε την θύρα σήμερα το παιδί μου, και γι' αυτό δεν ηύρες κανένα να σε υποδεχθή.

Και κάνε και παλληκαριές μπροστά στο Διομήδη λέγοντας πως ενίκησες το Δάφνι το βουκόλο». Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι. «Λύκοι, τσακάλια, αφήνω 'γειά, κι αφήνω 'γειά και πάλι, αρκούδες που φωλιάζετε μέσ' σε σπηληές βουνήσιες· ο Δάφνις ο βουκόλος σας δε θάνε πια σε λόγγους, δε θάνε σε λαγκάδια πια, δε θάνε πια σε δάση.

Το πολύ χαίρουνταν που δεν έχουν και σήμερα τέτοιες συφορές, που δεν μπαίνουν πια Τούρκοι να σκορπίσουν αφανισμό στις φωλιές τους. ........ Άκου την τώρα τη μικρούλα, ψιλοτραγουδάει στρώνοντας το τραπέζι, να διώξη το φόβο της. Πρέπει να βλέπη κάποιον αρματωμένο μπροστά της να την κυνηγάη την καημένη. Άμποτε να της σταθή σε καλό της αυτός ο φόβος!

Είχε γήρει ο ήλιος. «Για σου Μπεϊλούλαγα» τον χαιρετάω. «Καλώς το Φώτο», μου λέει. «Για πού ώρα καλή;» «Για τα Γιάννινα». «Κ' εγώ για τα Γιάννινα είμαι». «Ε, μαζί θα λα πάμε, καλή συντροφιά θάμεστε». Ύστερα, με ρώτησε για τ' εσένα. Κατόπι μου γύρεψε καπνό από το μεσακό χωράφι. Τώδωκα καπνό και πααίναμ' έτσι κουβεντιάζοντας το δρόμο δρόμο, αυτός μπροστά κ' εγώ παραπίσω.

Ξεχνώ μια στιγμή τα θεριά που είχα μπροστά μου, και μαλακών' η καρδιά μου, και σκύβω να πασπατέψω το πρόσωπό του, να το φιλήσω, να του μιλήσω, να τονε ρωτήξω πού τονε λαβώσανε, χίλια πράματα ζητούσα να κάμω σε μια στιγμή. Δεν πρόφταξα μήτ' ένα να κάμω! Μ' αρπάζει ο ένας τους από τη μέση, ο άλλος από το χέρι, με βλαστήμιες και φοβέρες, και με σέρνουν κατά την οξώπορτα.

Και μέσα στη σαλαλοή φωνή αργιόχρωμη σαν κουκοβάγιας ανάκρασμα ακούεται να λέγη: Τάωτω και πίσω δεν κυτώ! τ' αχνάρια μου πάνε μπροστά κ' εγώ γυρίζω πίσω. Έλα βλάμη σήκω, σήκω να μοιράσουμε!.. Ο καπετάν Λαχτάρας πνίγεται τόρα στον ίδρωτα. Γνώριμη του είνε η φωνή, γνώριμη η οφυριγματιά και η σαλαλοή. Δεν είνε άλλος από τον Τρακάδα τον βλάμη του.

ΧΟΡΟΣ Τον είδα, έχει γεννηθή• είν' ένα παλληκάρι ο νηός, όπου του έδωκε για γυιό του ο Λοξίας. ΧΟΡΟΣ Την ώρα που άνδρας σου απ' το ναό θα βγαίνη, αυτός, που πρώτον ήθελε μπροστά του απαντήση, θα είν' ο γυιός που ο θεός Λοξίας τούχει δώση. ΚΡΕΟΥΣΑ Αλλοίμονο μου! άτεκνη, άτεκνη εγώ θα μείνω, κι' ωρφανεμένο κ' έρημο θα κατοικήσω σπίτιόλη μου τη ζωή.

Τo φεγγάρι έγερνε να πέση πίσω απ' την Καστέλλα: ήτονε μικρό τώρα, σα ζαρωμένο, σαν πιο θολό και πιο κόκκινο- ίδιο μάτι πούχει κλάψει Κ’ η Λιόλια; Η Λιόλια ήτον πεσμένη από πολλήν ώρα χάμω, πίσω απ' το κρεββάτι, στο μέρος που έστρωνε πάντα το βράδυ να κοιμηθή. . και θρηνούσε σα νάθελε να σπάση η καρδούλα της-χωρίς κανείς να την προσέχη. . . Τη σηκώσανε στις τρεις ταπόγευμα με το σταυρό και τα εξαπτέρυγα με δυο παππάδες κ' έναν ψάλτη: ήρθε κ' ένας άλλος, αψηλός και ξερακιανός σαν τσίρος, μ' ένα μαύρο παννί στόνα μάτι και πένθος στο μανίκι για ψάλτης, κολλητηρτζής, που δεν εννοούσε να φύγη κ’ έτσι πήγαινε μπροστά κ’ έψελνε κι αυτός για γούστο του με την ελπίδα να μπαλωθή στο τέλος κανένα μονό. . . Πού μαζεύτηκαν τόσες γυναίκες στο λείψανο!

Όπως όταν στο χλοερόν τον κάμπο κάτω στέκουν το ένα στο πλεβρό του άλλου ορθόκορμα και ισοκέφαλα τα τροφαντά ταστάχια, γαληνεμένα και ήμερα μέσα στου λιοπυριού τη γλύκα και ησυχία, και άξαφνα δριμό σιφουνικό σηκώνεται απάνω απ το βουνό, και χύνεται ανήμερο και φοβερό μέσα στον κάμπο, και τανεμίζει μες τη ζηλεφτή την ησυχία τους, και πέρα δώθε δειλιασμένα τα τινάζει, και κυματίζει πέρα πρόσπερα ο ήσυχος ο κάμπος, ανταρεμένο τόρα πέλαγο μες τις στριγκιές του αγριοσίφουνα βοές και μες των ασταχιών το φοβισμένο φύσημα· έτσι και οι φαντάροι τόρα, καθώς ήταν κάτω ακόμα στη γραμμή, προσεχτικοί νακούσουν και την τελεφταία διαταγή του Επιλοχία, ξιπασμένοι από τις βραχνές αγριοφωνές, που εχύθηκαν απάνω από τις τάπιες κάτω στους στρατώνες τους, εσυνταράχθηκαν στις τάξες τους, εχάλασαν και τις γραμμές, και με τα όπλα όπως έφτασαν μες τη μεγάλη βία τους καθένας κρατημένα, εχύθηκαν πάνω κατά της φυλακής τις τάπιες που έβγαιναν ακόμη οι βραχνές φωνές, ακολουθώντας πίσωθε το Φρούραρχο και τον Επιλοχία, που έτρεξαν μπροστά άγριοι και αλλαξοπρόσωποι κι αφτοί.

Λέξη Της Ημέρας

αναδεικνύουν

Άλλοι Ψάχνουν