Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Τέλος ένα ωραίο λειβάδι όλο ρυάκια παρουσιάστηκε μπροστά τους. Ο Κακαμπός προτείνει στον κύριό του να φάνε και του δίνει πρώτος το παράδειγμα.
Εθαύμασε ο Δεσπότης με την τόλμη του καλόγερου· του μίλησε με αγάπη και ευγένεια και του είπε πως γρήγορα θα φέρη σε όλα διόρθωσι. Πέρασαν δυο χρόνια από τη σκηνή αυτή, χωρίς να γείνη το παραμικρό καλό και σαν εξαναγύρισε ο Δεσπότης ο Άνθιμος δεν επήγε να τον δη γιατί δε θα μπορούσε να βασταχτή μπροστά του με απάθεια. Μαζή με τ' άλλα που είχε ο παππά Συνέσιος, στης εκλογές έκανε τον ψηφοθήρα.
Όποιους πεινούνε κι όποιους γυμνητεύουν τους άναψε τα λίγα τα μυαλά, τους είπε αν δεν τους δίνουνε να κλέβουν και να σκοτώνουν όποιον βρουν μπροστά. Να γδύνουν όσους πλούτισαν με κόπο, κάθε άρχοντα και αφέντη να χτυπούν, να κάψουν, να ρημάξουνε τον τόπο, να ρίξουν τις αρχές που κυβερνούν.
Κάτω στον καλντιριμωμένο δρόμο, μπροστά, στην πύλη του Αράπη, εκυλούσαν τους ξεβιδωμένους τροχούς τους, ξεχαρβαλωμένα και αφτά, παράλυτα, βαρυφορτωμένα, με κρότους βροντερούς που αντηχούσαν οι τάπιες μες τανήλιαστα τα βάθη τους· εξερότριζαν κάτω από το βαρύ τους φόρτωμα, ετάραζαν το κάστρο μέσα από το βροντερό τους κατρακύλημα τα κάρα τα βαριά, που ανέβαζαν να φέρουν τη στερεμένη κουραμάνα μες τις φυλακές.
Κι αρχίζει το κανόνι· πιάνεται το λιανοτούφεκο: μπαμ! μπουμ! φσ... φσ... μπιμ! μπουμ! μπαμ!... Ορθός εγώ μπροστά στο κανόνι· βροχή οι σφαίρες απάνω μου· φσ... φσ... μπαμ!.. μπουμ!.. μπιμ!.... Η Ελπίδα κι ο Αλαμάνος μετατόπιζαν ένα με τάλλο τα πιάτα, τα ποτήρια, τις λάμπες και τα κεφάλια τους· αν τα λάχαιναν τα γροθοκοπήματά του θα τάκαναν σύψαλα.
Τέλος, να μη τα πολυλογούμε, εμεγάλωσεν ο Παπαδράκος, εμεγάλωσε και το κεφάλι του, και η ώμορφη Παπαδράκαινα με το στρογγυλοπρόσωπο κεφαλάκι, το έδιωξε το παιδί της: — Να μη σε βλέπω μπροστά μου, σημειωμένο πράμα!
Αχάριστος όμως, όπως είναι ένας άνθρωπος μόλις ξέφυγε έναν κίντυνο που δεν τον είχε νοιώσει, απολάβαινα την αλλαγή, χωρίς να τη συλλογίζουμαι. — Μήπως κλαις όταν δε σε βλέπουνε; ρώτησα. Κ' αιστάνθηκα να ξυπνά μέσα μου ένας ίσκιος της παλιάς μου δυσπιστίας. Μα η Έλσα δεν το παρατήρησε. Έστεκε μπροστά μου ολόφωτη από τόση νιότη, σα να μην είχε σκοτεινιάσει ποτέ σύννεφο το μέτωπό της.
Του φαινόταν ότι καθόταν ακόμη μπροστά στην καλύβα του στο κτηματάκι και άκουγε το θρόισμα των καλαμιών, και ήταν η φωνή της καρδιάς του που του έλεγε: «Έφις, εάν βρίσκεσαι εδώ για πραγματική εξιλέωση, γιατί φοβάσαι μην σ’ αναγνωρίσουν; Να σηκωθείς, όταν περάσει το αφεντικό σου, και να τον χαιρετήσεις».
Μόλις έκλεισε τα μάτια της τής φάνηκε πως ήτανε στην εκκλησιά. Ο παπάς στην Αγία Πύλη μοίραζε το αντίδωρο. Ήτανε χλωμός σαν το κερί, τα γένεια του και τα μαλλιά του είχαν γίνει κάτασπρα σαν το χιόνι. Ζύγωσε να πάρη κι' αυτή αντίδωρο, μα δεν μπορούσε· ένας λάκκος βαθύς έχασκε μπροστά της ανάμεσα στις μαρμαρένιες πλάκες. Τινάχτηκε ξαφνιασμένη· ένας κρύος αέρας φυσούσε απάνω της.
Γιόμισε τ' ακρογιάλι εκεί μπροστά στα πλοία λόχους παντού, κι' ορμούσαν οι στρατοί με ξεκουφάστρα αντάρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν