Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Χριστιανοί, μη βλέπετε στο πρόσωπό μας δυο φτωχές υπάρξεις, πιο θλιβερές και από τα φύλλα που πέφτουν, πιο βρώμικες και από τους λεπρούς. Να δείτε στο πρόσωπό μας τα όργανα του Κυρίου που θέλει να συγκινήσει τις καρδιές σας!» Τα χάλκινα νομίσματα έπεφταν μπροστά τους σαν σκληρά, ηχηρά άνθη.
Κάθησα σ' ένα σκαμνί· είταν και δυο γατίτσες· είταν κ' ένα σκυλάκι· τους έρριχτα μια ψίχα πού και πού· έρχουνταν και τρεις όρνιθες και τσιμπούσαν, πολύ φιλικά, πολύ συντροφικά, όλα τους μαζί. Η πόρτα είταν ανοιχτή· έβλεπα μπροστά μου την Αξιά, τη θάλασσα και τον ουρανό· ησυχία μεγάλη· σα νανουρίσματα έμοιαζαν τα λόγια της γριάς, και μια στιγμή κόντεψα ναλησμονήσω πως ταξιδέβω και πως γράφω.
— Έμπα μέσα, μου λέει, παιδί μου, να μην παγώσης αυτού, και Χριστούγεννα δεν έρχονται για εμάς φέτο. Κι' εγώ μπαίνοντας στον οντά εμουρμούρισα θλιβερά: — Κλάψτε, μωρέ καϋμένοι Χριστιανοί! Κι' έννοιωσα να νοτίζη δάκρυ τα ματόφυλλά μου. Εξημέρωσεν. Η δέηση έγεινε μπροστά στα 'κονίσματα των σπιτιών μας.
Ξύπνα μονάχα απ το αποκοίμισμά σου, μη σκύβης, λεημοσύνες μη ζητάς, τρίζε τα δόντια, αγρίεψε, ανταριάσου, σπάσε όποιο εμπρός σου εμπόδιο απαντάς. Ρίχνε ό τι κόβει την ορμή σου, χίμα σαν ακράτητη θάλασσα πλατειά· κάθε άλλο μεγαλείο μπροστά σου τρίμμα ας πέση απ τη γερή σου τη γροθιά.
Ο Τζατσίντο άκουγε προβάλλοντας ψηλός και μελαψός στον πορφυρό ουρανό∙ ο ώμος του έτρεμε και ο Έφις, από κάτω, θαρρούσε πως έβλεπε να τρέμει όλος ο ορίζοντας. Ξαφνικά όμως ο Τζατσίντο έφυγε χωρίς να πει τίποτα και ο Έφις είδε μπροστά του το χώρο ελεύθερο, την κοιλάδα τριανταφυλλί αυλακωμένη από σκιές, ψηλά, ψηλά, μέχρι τους λόφους του Νούορο που διαγράφονταν μαύροι μέσα στο ηλιοβασίλεμα.
Εκεί που τρώγαμε, ποδοβολητό αλόγων και τροχών αντήχησε, και φάνηκε μια σούστα με μουσαμένιο σκέπασμα κατεβαίνοντας από την Αράχωβα, και κάτασπρη από τον κουρνιαχτό, στάθηκε μπροστά στο μαγαζάκι.
Άκουσαν οι γυναίκες στις αυλές-πουν' ταυτί τους μαθημένο-και βγήκανε στις πόρτες• μερικές κιόλας, που τις έτρωγε η περιέργεια, πήραν τον ανήφορο ίσαμε μπροστά στο σπίτι. . . Είχε νυχτώσει πια. . . Ηύραν ευκαιρία οι Χαρζανοπουλίνες με τη σύμμαχο τους να κάνουν ταχτικήν υποχώρηση: δεν ηθέλανε να τις ιδούν οι προστυχάντσες, γιατί βαστούσαν πολύ στην αξιοπρέπεια!-Τα χάλια τους !. . να τις βλέπατε πως ξεγλίστρησαν έξω απ’ την πόρτα να κρυφτούνε στη δική τους!. . . Βγήκε κ' η Ευρυδίκη, νικήτρια ! Μα η νίκη της ήτονε συφορά και χαλασμός αλάλητος : τίποτα δε βρισκόταν απάνω στο κεφάλι της απ’ όσα τόχε φορτώσει το πρωί.
Η σκούνα μας τα γύρισε και το πράσινο φανάρι σταμάτησε μπροστά μας, ένα θηρίο, ένα θεοπάπουρο! Ποιος φώναξε: — την καμπάνα; — Κανείς από μας δεν φώναξε. Πώς χτύπησεν η καμπάνα; Κανείς από μας δεν χτύπησεν. Ο μάγειρός μας, ένας που έκαμε σε μοναστήρια, έλεγε πως είδεν ένα γεροντάκι ζωηρό με άσπρα γένεια στρογγυλά σαν τον Άη-Νικόλα, που εχτύπησε μονάχος του την καμπάνα.
Τώδωκα καπνό και πααίναμ' έτσι κουβεντιάζοντας το δρόμο δρόμο, αυτός μπροστά κ' εγώ παραπίσω.
Κι' η Θέτη πηδά απ' τ' ολόφωτο βουνό μες στου γιαλού τα βάθια, κι' ο Δίας πάει στον πύργο του. Κι' όλοι οι θεοί μπροστά του αντάμα προσηκώθηκαν απ' τα καθίσματά τους, μήτε αποκότησε κανείς να μείνει σαν τον είδαν 535 που σίμωνε, μον όλοι τους στέκουν μπροστά του ολόρθοι. Τότε έτσι ο Δίας κάθησε στο θρόνο του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν