Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025


Και το μονόξυλο έφευγε, έφευγε, όσο που μας πέταξε πέρα σε κάτι μάζες από φύκια... Την σκαπουλήσαμε για καλά, που λες, κυρ μηχανικέ!.... Κι ο ψαράς γέλασε δυνατά. Οι μπεκάτσες είχαν ψηθή κ' η γριά με κάποια ταραχή τις απίθωσε σε μια γαβάθα. Έβγαλε τα σηκότια τους και τα δούλεψε με λεμόνι και έκαμε έτσι μια σάλτσα περίφημη, την απίθωσε κι αυτή στο πλάι, κι αρχίσαμε να τρώμε.

Από μακρών αιώνων, οίτινες εις τους οφθαλμούς των θεών φαίνονται ως μία ημέρα, αλλ' εις τα όμματα των ανθρώπων αποτελούσιν αμέτρητον χρόνον, από αιώνων έπαυσαν οι βωμοί να καπνίζωσιν, έπαυσαν οι ναοί να προσκυνούνται, και η ιερά λύρα δεν μελωδεί πλέον τους ύμνους των θεών. Υστερείται λατρεία οφειλομένη, απρακτεί οσία καλλιέρησις, αποδημεί νεμεσητή θυσία.

Να κόψουμε μια λεύκα. — Να πάρουμε φλαμούρι να κάμουμε καράβι. — Να βγάλουμε από τον πεύκο τ' Αλπάνη την καρίνα και τα στραβόξυλα. — Εσύ θα είσαι μαραγκός, κ' εγώ πρωτομάστορας. — Βρε! καλώς τους μαστόρους, ηκούσθη έξαφνα μία φωνή. Ο Παλούκας είχεν εξορμήσει, τρίτην ή τετάρτην φοράν από την κρύπτην.

Μια Φοράδα ηληκιομένη Οχ τη μοίρα απολαβαίνει Τ' αγαθά όλα ανταμομένα, Με τη μοναχή της γέννα. Κι' απερνούσε την ημέρα 395 Σα φιλόστοργη μητέρα, Με πολλή ευχαρίστησί της. Ν' αναθρέφη τα παιδί της. Το ανήλικο Πουλάρι Σε μιας τόσης τύχης χάρι 400 Βρίσκει πάσαν ηδονή του Εις την άσκοπην ορμή του.

Άλλος εφιλούσε το φυλαχτό του, άλλος έπαιρνε στην τσέπη κερί του Επιταφίου και άλλος εψιθύριζε θρησκευτικά τροπάρια. Ο καπετάνιος καθώς είδε το σκυλί εσταυροκοπήθηκε, έπιασε με το ζερβί του χέρι το σκαντάλι. Τέλος ήρθε μια στιγμή που είπαμε πως ετελείωσαν τα βάσανα. Η κουκουβάγια κουρασμένη, φαίνεται, άρχισε ν' αργοπετά τόρα, να χαμηλώνη και άξαφνα εβρόντησε χάμου στο κατάστρωμα.

Καββαλλακεύει τ' άλογο και χάνεται 'ςτά γνέφια. Όσο τον κάμπο να διαβή τον έπιασε η χιονούρα. Πιάνει κ' η νύχτα, η καταχνιά θολή κ' η νύχτα μαύρη. Εχάθηκαν γη κι' ουρανός και μοναχά 'μπροστά του Ανεμοστροβιλίζονταν η σπίθαις της χιονούρας. Όσο να φτάση 'ςτό βουνό ρίχνει μια πήχη χιόνι, Και χάν' τη στράτα τ' άλογο.

Ήτανε χωμένη μέσα σ’ ένα μπουλούκι μαζί με το Μίμη, που τη βαστούσε ακόμα μες την αγκαλιά του κ' έδιωχνε τους μασκαράδες που κάνανε σαν το μελίσσι γύρω της . . . Όταν αντίκρυσε η Λιόλια το Νίκο, έβγαλε μια φωνίτσα σαν ένα μικρό λυγμό-που δεν έδειχνε χαρά ήτον ή κλάμα; Ο Νίκος την έπιασ' απ’ το μπράτσο και την τράβηξε καταπάνω του· έπειτα γύρισε απότομα και κρατώντας το χέρι του προφυλαχτικά πίσω απ’ την πλάτη της, άνοιγε δρόμο μεσ' απ’ τον κόσμο με τα γόνατα και τους αγκωνές, με σκουντιές και σπρωξίδι, με τα «μπαρντόν» και «συγνώμη» και «λίγο τόπο περικαλούμε», κατά την πόρτα. . . Ο Μίμης έμεινε κόκκαλο Έπειτα έκανε να τρέξη το κατόπι, μα έλα που τα είχαν ιδεαστή όλα τα τρεχούμενα οι μασκαράδες και τονέ ζώσανε στη μέση, σάμπως να θέλανε να βγάλουν απάνω του το άχτι τους για την κερήθρα πούχανε χάσει. . . Εκεί που έβαζε ο Νίκος το παλτό του, με το Δάσκαλο κοντά που βγήκε να βοηθήση της Λιόλιας και να τους χαιρετήση, νά σου κι ο Μίμης, κίτρινος σαν το θειάφι, πούρθε να ζητήση το λόγο-: -Βρε συ!-του λέει του Νίκου με χολόπνιχτη φωνή-πως τραβάς το κορίτσι μέσ' απ’ τα χέρια μου πριν να τελείωση ο χορός; -Άιντε από 'δώ χαζέ! δε Θα σου δώσω λόγο!-του αποκρίθηκε ο Νίκος, που κι αυτός τάραζε σύσωμος από θυμό, σαν το καπάκι του τέντζερη που αφρίζει στη φωτιά.

Του δίνω μια κατακεφαλιά, «γιουρούσι φωνάζουν», μου κάνει. Κρίνε, μωρέ, και μας φάγανε. Πυρ ταχύ!, πυρ ταχύ! «Κυρ λοχία» μου κάνει, ο Καρατζίκος ο Λίας απ' τη Φθιώτιδα, «θα βαρέσω τον σωματάρχη τουςΒάρ'του, μωρ' Λία!. .. Στέκεται, ένα τουφέκι τόχει, κάτου!.... Και πυρ ταχύ, και πυρ ταχύ, τους ανεμίσαμε ίσα με το βράδι και τόστριψαν...

Στοχάσου αν όλοι πάθαιναν τη συμφορά σου. . . Θε να γινόταν η ζωή μαύρη σαν τον αράπη χωρίς τραγούδια και κρασί, δίχως αγάπη. Ε! να σου πωκαι να με συμπαθά η αφεντιά σουμεγάλη θάν' η στενοκεφαλιά σου αν άφισες τα όργια του Καίσαρα και σιδεροδεμένος, με τα τέσσαρα σ' αυτή προτίμησες να σέρνεσαι την υγρασία, μη στέργοντας στον Ηρακλέα να προσφέρης μια θυσία!

Περπάτησα στο κατάστρωμα και είδα μερικούς Έλληνες, που είχαν ξυπνήσει να δουν, με κανέναν πόθο ίσως, τα Δαρδανέλια και την Πόλη . Ήταν και μια Ρωσίδα φουσκωμένη, που κοίταζε με βουλιμία. Κοίταζαν και δυο Αμερικάνοι με απλοϊκή περιέργεια.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν