Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
Ο ξένος πήγε ίσια μπροστά στην Παναγιά, κι' ενώ οι Μικροχωρίτες έμεναν ξαπορεμένοι, αυτός άναψε μια μεγάλη άσπρη λαμπάδα, σταυροκοπήθηκε, προσκύνησε κι' άρχισε ν' ασπάζεται τα εικονίσματα του τέμπλου από το Χριστό ως τον Προφήτη-Ηλία, κι' ύστερα τραβήχτηκε σ' ένα στασίδι.
Κι' άξαφνα, στα 1453, τις εικοσιενιά του Μάη, μέρα τρίτη, πρωί πρωί, να σου πεταχθή, λέει, στη μέση ένας ήρωας, και με σκουριασμένο σπαθί στο χέρι να σου στρώνη τους Γενιτσάρους καθώς χυνόντανε σα δράκοι από μια πόρτα μέσα στην κακομοιριασμένη την Πόλη! Κ' ύστερα, λέει, να πέση κι αυτός από πάνω τους, αποφασισμένος σαν το Λεωνίδα, αγνώριστος σαν τον Κόδρο! Τι σου λέει αυτό το πράμα, παιδί μου!
Μου παρέστησεν ότι ο πατέρας του, όπως και σεις συγκατετίθεσθε εις τον γάμον μας· τώρα δεν ημπορώ να έλθω εις το σπίτι σας. Ξέρετε αυτό με πειράζει φοβερά. Το ψέμα του Κώστα, είναι ασυγχώρητον, δεν θα έλθω βέβαια να παίζω κωμωδίες...... Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Μια ιδέα! Νάρθης αύριο το πρωί στης εννηά. Μόλις θα μας ιδής και θα σε δούμεν. Ο Γεωργάκης θα έχη φύγει.
Τι θα της εστοίχιζε; Ο Θεός είναι αληθινός κριτής. Έτσι μια για πάντα θα μπορούσε να διαλύση της παληές υποψίες». Αυτό έλεγαν. Αλλ' ας τ' αφήσουμε. Τους έδιωξα, σου λέω». Ανατρίχιασε η Ιζόλδη. Κύτταξε το Βασιλιά. «Μεγαλειότατε, παραγγείλατε τους να ξαναγυρίσουν στην Αυλή σας. Θα δικαιολογηθώ με όρκο. — Πότε; — Σε δέκα μέρες. — Η προθεσμία, φίλη, είναι πολύ σύντομη. — Είναι πολύ μακρυνή, μάλιστα.
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μια φορά μεσ' στης φευγάλας τον καιρό, όπως κ' η άλλες βγήκα, κ' έμεινα με τον άνδρα, μου εκεί κοντά στην Πνύκα• άκουα το λοιπόν εκεί παρλάτες κατά κόρον, κ' έτσι την έμαθα κ' εγώ την τέχνη των ρητόρων. Α’ ΓΥΝΗ Αφού λοιπόν, βρε αδελφή, αδίκως δεν εγίνηκες σπουδαία και σοφή, σ' εκλέγουμ' από σήμερα και στρατηγό μεγάλη, αν τα πιτύχης όλ' αυτά, που σου 'ρθαν στο κεφάλι.
Ναποθάνη και να νομίζη πως δεν την αγαπώ, πως τη σιχάθηκα και τη μίσησα ίσως; Δε θα τονε προτιμότερο ναποθάνω κεγώ μαζή της; Ναποθάνη και να μη τη ξαναϊδώ σ' αυτόν τον κόσμο!... Μα ήτο τόσο βέβαιον, ήτο άφευκτο ναποθάνη; Η φοβερή ιδέα που σχημάτιζα περί του ανίκητου θανάτου αύξαινε τον πόνο που μαζευόταν στην καρδιά μου κιαναδημιουργούσε την αγάπη μου, μια νέα αγάπη προς τη ψυχή από τη ψυχή.
Τότε ευθύς μία σκοτεινοτάτη νύκτα απεδίωξε την μεγάλην φωτοχυσίαν, που εις το παλάτι ήτον, και άφησε τον βασιλέα με τον βεζύρην του εις ένα τέτοιον σκότος, που τίποτε δεν ημπορούσαν να διαχωρίσουν, και εστάθηκαν εις αυτήν την κατάστασιν έως που έγινεν ημέρα, η οποία τους επροξένησε νέαν έκστασιν, που αντίς να ευρεθούν εις ένα παλάτι, ευρέθησαν εις ένα κάμπον, χωρίς να ιδούν κανέν σημείον της κατοικίας.
Ξαναμπήκε στο σπίτι και είδε τη Νοέμι να ορθώνεται μπροστά του σαν μια ακίνητη, μαύρη σκιά, απτή. «Έφις, τα άκουσα όλα. Έφις, μην σου περνάει από το μυαλό ότι θα μας πεθάνεις κι εμάς. Ο Τζατσίντο δεν πρέπει να ξαναμπεί σ’ αυτό εδώ το σπίτι.» Ο Έφις κρατούσε ακόμη το γιασεμί στο χέρι και το λουλουδάκι τρεμούλιασε μες στο σκοτάδι, σαν να ένοιωσε το ίδιο πόνο. «Να σας πεθάνω… εγώ!
'Μπορεί από το δέρμα σου να 'δούμε μια διφθέρα, σαμούρια, γούναις, στρώματα, παπλώματα, καπόταις; 'μπορείς καθώς τον κόκορα μονάχα σε μια 'μέρα να χωρατεύης μ' εκατό τριάντα πέντε κόταις; 'Μπορείς και συ να χώνεσαι 'στης τρύπαις σαν ποντίκι, ή να πετάς σαν κότσυφας, σαν σπίνος, σαν ορτύκι; 'μπορείς ποτέ τα όσα τρως, βρε άνθρωπε τεμπέλη να τα μασσάς σαν μέλισσα και να τα βγάζης μέλι;
Μια θύρα 'κεί θεόρατη Υψόνονταν, μεγάλη, Που Αγγελούδια φύλαγαν Τα φύλλα της τα μαύρα. Μπαίνομε μέσα. Κτίρια Είδαμε τότε γαύρα, Που μέσα τους βασίλευε Κρύα σιγή μεγάλη. Αφίνομε τα κτίρια, Και πάλι προχωρούμε. Αγνώριστοι 'ς τους φύλακας, Άγνωστοι 'ς τους Αγγέλους. Σε δυο δρόμους 'φθάσαμε Αγνώριστ' επί τέλους· Άξαφνα μ' αναλήφθηκε Η μάνα. Τη στερούμαι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν