Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Αυτά 'λεγεν ανάμεσα 'ς ταις δούλαις, καθημένη 505 'ς τον θάλαμόν της• κ' έτρωγεν ο θείος Οδυσσέας. και αυτή σιμά της κάλεσε τον θείο χοιροτρόφο• «Εύμαιε», τον είπεν, «αγαθέ, προσκάλεσε τον ξένον, εδώ να τον καλοδεχθώ και να τον ερωτήσω, αν κάπουθ' έμαθ' είδησι του αδάμαστου Οδυσσέα, 510 ή και αν τον είδε• ότ' εις πολλά μέρη θα βγήκε ο ξένος».
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• «Και όμως θα τον αφήσουμεν, αν και πολύ μας θλίβει, και, αν ήσαν όλα 'ς των θνητών το χέρι, εμείς, ως πρώτο, τον ποθητόν πατέρα μου θα εφέρναμε απ' τα ξένα. αλλά εσύ στρέψε πάλι εδώ, την είδησι αφού δώσης. 150 και μη γυρίζης 'ς τους αγρούς να εύρης τον Λαέρτη• και της μητρός μου θέλ' ειπής κρυφά την οικονόμα να στείλη ευθύς του γέροντα το μήνυμα να φέρη».
Πηδάω ευτύς από το ζώο και τρέχω προς τη δασκάλα, που ξαπλωμένη απάνου σε μια πλάκα, μες τη σούδα πούχε πέσει, δε μπορούσε να πάρη ανασασμό. Την πιάνω από τη μέση την ανασηκώνω ορθή στα πόδια της, την ακουμπάω σ' ένα κοτρώνι, και την ραντίζω με τα χέρια μου νερό στο αχνό πρόσωπό της. Κ' όσο ναρθή ο αγωγιάτης και να πάρουν κ' οι άλλοι είδησι, την συνέφερα εγώ.
Όταν πήγανε στο Βασιληά την είδησι ότι ο Τριστάνος ξέφυγε από τη τζαμαρία της μικρής εκκλησίας, πρασίνισε από το θυμό του, και διέταξε τους ανθρώπους του να φέρουν την Ιζόλδη. Τη σέρνουν. Και εμφανίζεται η Ιζόλδη στο κατώφλι της αιθούσης, απλώνοντας τα λεπτά χέρια της που στάζουν αίμα. Μεγάλη βουή ανεβαίνει από το δρόμο: «Ω! Θεέ, λυπηθήτε την. Αγνή Βασίλισσα, Βασίλισσα τιμημένη.
Σήμερα, τι κακό νέο μου φέρνετε πάλι;» Ο Καριάδος απάντησε: «Βασίλισσα, είσαστε θυμωμένη, και δεν ξέρω γιατί. Αλλά πολύ τρελλός είναι όποιος ταράζεται με τα λόγια σας. Ό,τι κι' αν γίνη με το θάνατο που μου αγγέλλει το νεκροπούλι, να τι κακή είδησι σας φέρνει ο γκιώνης: ο Τριστάνος, ο φίλος σας, είναι χαμένος για σας, Αρχόντισσα Ιζόλδη. Πήρε γυναίκα σ' άλλον τόπο.
Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα• «ποσώς δεν έχω είδησι του θαυμαστού Πηλέα• 505 αλλ' ως προς τον Νεοπτόλεμο, το ποθητό παιδί σου, όλην, ως θέλεις, απ' εμέ θα μάθης την αλήθεια. ότι εγώ κείνον έφερα με ισόπλευρο καράβι των ευκνημίδων Αχαιών 'ς το στράτευμα απ' την Σκύρο. και όταν συμβούλια γένονταν, 'ς τα τείχη εμπρός της Τροίας, 510 πάντότ' ωμίλειε πρώτ' αυτός, ουδ' έσφαλν' εις τους λόγους• μόνον ο ισόθεος Νέστορας ή εγώ τον ενικούσα. και τ' άρματα όταν άστραφταν 'ς τα τρωικά πεδία, κείνος δεν έμενε ποτέ 'ς το πλήθος και 'ς την τάξι, αλλά προέτρεχε πολύ με ατρόμητον ανδρεία, 515 και άνδραις εφόνευσε πολλούς 'ς τον φοβερόν αγώνα. και όσους αυτός εφόνευσε βοηθώντας τους Αργείους, δεν θα ημπορούσα εγώ να ειπώ• μόνον πως έχει σφάξει τον Τηλεφίδη Ευρύπυλο• και οι Κήτειοι σύντροφοί του σωρός σιμά του εσφάζονταν, εξ αφορμής των δώρων 520 οπ' έλαβε η μητέρα του• κ', ύστερ' από τον θείο τον Μέμνονα, ωραιότατον άνδρ' ως αυτόν δεν είδα. και όταν εκατεβαίναμεν, οι πρώτοι των Αργείων, 'ς τ' άλογο 'πώκαμ' ο Επειός, και εις όλ' είχα εξουσία, να κλειώ, ν' ανοίγω, ως ήθελα, τον στερεόν κρυψιώνα, 525 τότ' οι αρχηγοί των Δαναών, οι βασιλείς οι άλλοι, τα δάκρυα τους εσφόγγιζαν κ' οι αρμοί τους όλοι ετρέμαν, αλλά την όψι την καλήν εκείνου να χλωμιάνη δεν είδ', ή από τα μάγουλα τα δάκρυα να σφογγίζη• αλλά να ορμήση απ' τ' άλογο θερμά παρακαλούσε, 530 και όλο την χούφτα του σπαθιού και το βαρύ κοντάρι έψαχνε, κ' είχεν εις τον νου τον όλεθρον της Τροίας. αλλ' ότε κάτω ερρίξαμε τους πύργους του Πριάμου, εις το καράβι ανέβαινε με μέρος των λαφύρων, και ωραίο δώρο, αλάβωτος, τι δεν τον είχε πάρει 535 λόγχη μακρόθ' ή από σιμά, καθώς συχνά συμβαίνει 'ς τον πόλεμο, 'που ανάμικτα λυσσομανά ο Άρης»
Παντού τείχη γκρεμισμένα, χωριά δίχως κατοίκους, χωράφια — ωργωμένα από τη φωτιά, — και τάλογά τους πατούσαν στάχτες και κάρβουνα. Στον έρημο κάμπο, σκέφτηκε ο Τριστάνος: «Είμαι βαρυεστημένος κ' είμαι αποσταμένος. Τι ωφελούν αυτές η περιπέτειες; Η αγαπημένη μου είναι μακρυά, ποτέ δε θα την ξαναϊδώ. Δυο χρόνια τώρα, πώς δεν έστειλε να με γυρέψη στης χώρες που γύριζα; Ούτε μια είδησί της δεν έλαβα.
Αυτά μ' έκαμαν να θυμώσω. Της είπα με χονδρή φωνή πως ένα κορίτσι που δεν έχουν οι γονιοί του να το χορτάσουν ψωμί δεν πρέπει να κάμη τη χαδούσα και να ψιλολογά για το χρώμα των ματιώ. Εχαμήλωσεν η καϋμένη τα δικά της και άρχισε να κλαίη και να μας λέγη ότι θα κάμη το θέλημά μας. Η μεγάλη μας συλλογή ήταν ο Πέτρος πού πρώτα μας έγραφε τακτικά και τώρα μας άφισεν ένα μήνα χωρίς είδησι καμμία.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ Τι έχεις, Τουανέττα; γιατί κλαις; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Αλλοίμονο! έχω να σου πω μια θλιβερή είδησι. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Ε! Τι; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ο πατέρας σας . . . . πέθανε . . . . ΑΓΓΕΛΙΚΗ Ο πατέρας μου πέθανε; Τι λες, Τουανέττα; ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ναι, κυττάχτε τον εκεί. Τώρα μόλις εξεψύχησε, ύστερα από μια λιποθυμία, που τον έπιασε. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Αχ! Θεέ μου! τι δυστυχία! τι σκληρό κτύπημα!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν