Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Αυτά 'πε, και το μέγαρον διάβηκεν η γραία να φέρη ποδονίψιμο, τι χύθ' όλο το πρώτο· και αφού καλά τον ένιψε κ' εμύρωσεν εκείνη, 505 εις την φωτιά να πυρωθή σίμωσε το θρονί του και με τα ράκη σκέπασε το λάβωμ' ο Οδυσσέας· τότ' άρχισεν η φρόνιμη να λέγη Πηνελόπη· «Ω ξένε, τώρα κάτι εγώ θα σ' ερωτήσω ακόμη· ότ' ήδη φθάνει της γλυκειάς ανάπαυσης η ώρα 510 'ς αυτούς, 'που πιάν' ύπνος γλυκός, μ' όση και αν έχουν θλίψι. αλλ' άμετρην διώρισε λύπην 'ς εμένα η μοίρα. όσ' είν' ημέρα ευφραίνομαι με στεναγμούς, με θρήνους, 'ς το σπίτι ενώ τα έργα μου προσέχω και των δούλων· αλλ' άμ' η νύκτα καταιβή και όλοι γλυκοκοιμούνται, 515 'ς την κλίνην, οπού κείτομαι, την έρημη καρδία, σκληροί μου σφίγγουν λογισμοί και βιάζουν με να κλαίω. και όπως αηδόνα η πράσινη, η κόρη του Πανδάρου, γλυκολαλεί, της άνοιξης άμα ο καιρός γυρίση, ενώ 'ς των δένδρων κάθεται τα φουντωμένα φύλλα, 520 και ως χύνει την πολόηχη φωνή της συχναλλάζει, τον Ιτυλόν της κλαίοντας, παιδί της, 'που 'χε σφάξει άγνωστα εκείνη, τον υιόν του Ζήθου βασιλέα· όμοια κ' εμένα εδώ κ' εκεί σαλεύεται η καρδία, αν θα σταθώ με το παιδί, και ως είμαι να φυλάγω 525 το είναι μου, ταις δούλαις μου και το υψηλό παλάτι, σέβας της κλίνης νυμφικής και της φωνής του κόσμου, ή απ' τους μνηστήραις Αχαιούς ήδη θ' ακολουθήσω κείνον οπ' είναι ανώτερος και πλήθια δίδει δώρα. και όσ' ήταν άγνωστο παιδί δεν μ' εσυγχώρει ο υιός μου 530 άνδρα να πάρω αφίνοντας του πρώτου ανδρός το δώμα· πλην τώρ' ότ' εμεγάλωσε και παλληκάρι εγίνη, λεπείται την ουσία του, 'που τρώγουν οι μνηστήρες, και τους θεούς παρακαλεί να υπάγω εις τους γονείς μου. αλλ' όνειρο τώρ' άκουσε, και να μου το εξηγήσης· 535 'ς το σπίτι χήναις είκοσι με μοσκευτό σιτάρι εγώ τρέφω, κ' ευφραίνομαι καθώς ταις βλέπω εμπρός μου. μέγας αετός κυρτόμυτος απ' τ' όρος εκατέβη και τους λαιμούς των έκοψε· νεκραίς επέσαν όλαις 'ς το μέγαρο, και ο αετός σηκώθη 'ς τον αιθέρα· 540 κ' εγώ μες τ' όνειρ' έκαμνα ξεφωνητό και κλάψα· κ' εμένα η καλοπλέξουδαις κυκλώσαν Αχαιίδες ενώ 'κλαια πως αετός μου φόνευσε ταις χήναις· γύρισε αυτός κ' εκάθισε 'ς την κορυφή της σκέπης, και με φωνήν ανθρώπινη μ' εμπόδιζε να κλαίω· 545 —θάρρεψε, ω κόρη του γνωστού 'ς τον κόσμον Ικαρίου, όχι όνειρον, αλλ' όραμα καλό 'που θ' αληθεύση· η χήνες τους μνηστήραις σου δηλούν, κ' εγώ, 'που ως τώρα ήμουν αετός, ο άνδρας σου τώρ' είμαι κ' επανήλθα να δώσω τέλος άσχημον εις όλους τους μνηστήραις.— 550 αυτά 'πε κείνος και άφησεν εμένα ο γλυκός ύπνος· και όπως τα μάτια γύρισα 'ς το σπίτ' είδα ταις χήναις 'που τρώγαν σίτον ως προτού τριγύρω 'ς την λεκάνη».
Εσηκώθη εις τα λόγια ο γέρων, και ακουμπώντας εις την ράβδον του με το κεφάλι τρεμάμενον μου είπεν, ότι τα καράβια ετραβιόνταν προς το βουνόν, με το να ήτον αυτό το βουνόν από μαγνήτην, και διά την δύναμιν του χαμαϊλιού, που ήτον εις εκείνο το τύμπανον το οποίον δεν ηξεύρω ποίος το εκατασκεύασε· μα αν ήμουν περίεργος να μάθω αυτό το μυστήριον, έπρεπε να ακολουθήσω το περπάτημά μου, και ήθελα συναπαντήσει τον αδελφόν του, που ήτον πλέον γεροντότερος από αυτόν, και αυτός ήθελε μου δώσει καμμίαν είδησιν δι' αυτό.
Αλλ' όταν ήρχισα να ενηλικιούμαι, έβλεπα ότι οι νόμοι διατάσσουν, αντιθέτως προς τους ποιητάς, να μη μοιχεύωμεν, ούτε να στασιάζωμεν, ούτε ν' αρπάζωμεν. Ευρέθηκα λοιπόν εις μεγάλην αμφιβολίαν, μη γνωρίζων ποίαν διαγωγήν ν' ακολουθήσω.
Εκείνος που εφαίνονταν να ήτον ο προεστώς με επαρατήρησε με στοχασμόν καμπόσην ώραν χωρίς να μου ειπή τίποτε, έπειτα διαλύοντας την σιωπήν, μου είπε εκστατικώς διά να τον ακολουθήσω. Εγώ τον επήκουσα όλος έντρομος και τον ακολούθησα. Και οπόταν είμεθα εις την πόρταν διά να εβγούμεν από το παλάτι, ερώτησα, έναν από εκείνους, πού είχαν κατά νουν να με φέρουν.
Εκείνη δε με ηρώτησε μήπως ήθελα ν' ακολουθήσω το παράδειγμά των, και ως προς αυτήν να μη ανησυχώ. — Εφ' όσον βλέπω αυτά τα μάτια ανοικτά, είπα, προσβλέπων αυτήν δυνατά, δεν υπάρχει βέβαια φόβος να κλείσουν τα δικά μου. — Εβαστάξαμεν και οι δύο έως εις την θύραν της, ότε η υπηρέτρια ήσυχα ήσυχα της ξάνοιξε, και ερωτηθείσα εβεβαίωσεν ότι ο πατήρ και τα μικρά είναι καλά, και ότι όλοι ακόμη εκοιμώντο.
Ετούτη η συνομιλία επροξένησε το αποτέλεσμά της επάνω εις το πνεύμα του βασιλέως. Κάνει χρεία, αυτός λέγει προς τον βεζύρην, εβγαίνοντας από τον καφενέ, ότι αύριον να μισεύσωμεν διά το Αστραχάν. θέλω να ιδώ αυτόν τον βασιλέα χωρίς θλίψιν. Εγώ δεν επιθυμώ ολιγώτερον από την βασιλείαν σου, απεκρίθη ο βεζύρης, και είμαι έτοιμος να σε ακολουθήσω.
Η Σχυρίνα ήθελε δώσει όλα τα διαμαντικά της διά να κάμη πλέον μεγάλην την προίκα της· μα ευχαριστήθηκα να πάρω μόνον δύο χονδρά διαμάντια, τα οποία τα επούλησα την ερχομένην ημέραν εις ένα ντζοβαϊριτσή, και με αυτό το μέσον εβάλθηκα εις στάσιν διά να ακολουθήσω να φανερώνω την μορφήν του Μωάμεθ.
Δος μου ογλήγορα το άλογον, λέγει προς τον σκλάβον του, διά να ακολουθήσω αυτόν τον άθλιον, να κάμω την ξεδίκησίν μου· και ούτω καβαλλικεύοντας το άλογόν του τον κατατρέχει με τον τρόπον που τον είδες, και εξοπίσω του τον ακολουθώ.
Εάν τω όντι μ' αγαπάς, Ρωμαίε, τιμημένα, κ' είν' ο σκοπός σου στέφανα και γάμος, μήνυσέ μου με κάποιον, οπού αύριον εγώ θα σου τον στείλω, το πού και πότ' επιθυμείς η τελετή να γίνη, κ' είμ' έτοιμη την τύχην μου ‘ς τα χέρια σου να βάλω και εις τα πέρατα της γης να σε ακολουθήσω. ΠΑΡΑΜΑΝΑ, έσωθεν. Κυρία! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Έφθασα. — Αλλά εάν κακόν ‘ς τον νουν σου επέρασε, παρακαλώ... ΠΑΡΑΜΑΝΑ, έσωθεν.
Μα η επιθυμία η μεγάλη που είχα προς την σπουδήν, και η ολίγη ώρα που μου επερίσευε διά να την ακολουθήσω με έκαμε και απεφάσισα να αφεθώ από το βάρος του βεζύρη, και να ακολουθήσω την σπουδήν μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν