Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
— Ω! . . . τι αμαρτίες! . . . έχεις δίκηο, χριστιανή μου! Αχ! . . . και τι ήτον αυτό! . . . Κ' εγώ ήμουν κάτω στο χωράφι, κ' έβγαζα τα χορτάρια . . . και δεν μπορούσα να ησυχάσω, το έρμο! . . . Ένα σαράκι μ' έτρωγε! . . . Και δεν εσυλλογίστηκα πως η στέρνα ήτον γεμάτη.
Κ' είχα ένα φόβο, μιαν υποψία . . . έλεγα ναφήσω το βοτάνισμα, νάρθω, να τρέξω, στον μπαχτσέ 'πίσω . . . Κ' έλεγα, ο εξαποδώ κάτι μου σκαρώνει, κάτι μου μαγειρεύει . . . Και δε μούκανε καρδιά, ναφήσω τη δουλειά, το έρμο! Ωχ! δίκηο έχεις, ό,τι και να πης, χριστιανή μου. Αχ! αχ! τι αμαρτίες!
— Σαν ποιος νάναι, μωρές γυναίκες, αυτός ο άνθρωπος; Είπε μια. — Ξέρω κι' εγώ; Είπε άλλη. — Σ' αφίνει το έρμο το σκοτάδι να ιδής; Είπε πάλι μι' άλλη. — Νάναι τάχα καένας ξενιτεμένος; Είπε άλλη μια πάλι. — Να είταν ξενιτεμένος· είπε μια άλλη, δε θάρριχνε καένα ντουφέκι, άμα μπήκε στο σύνορο του χωριού μας; Τι διάτανο; Ντίπου στα κρυφά θα μας έρχονταν;
Με μια κι' οι διο μας μοίρα εσύ στην Τρία γεννήθηκες, στον πύργο του Πριάμου, κι' εγώ στη Φήβα, στα ριζά της δασωμένης Πλάκος, στ' Αητιού το πλούσιο αρχοντικό, που δόλιος δόλια εμένα 480 μικρή μ' ανάσταινε ... Αχ γιατί ποτές του να με κάνει; Στ' Άδη εσύ τώρα τη φωλιά κάτου απ' της γης τους κρύφτες μισέβεις, και σε θλιβερή μ' αφίνεις λύπη εμένα, έρμα νια χήρα· και μικρός ο γιος μας έτσι ακόμα που εγώ κι' εσύ γεννήσαμε... που πια καλό από σένα, 485 Έχτορα, δε θα δει αφού πας, μήτε κι' εσύ από κείνον .. . γόι το παιδάκι μου! που πριν στα γόνατά σου απάνου 500 μεδούλι μονάχα έτρωγε και τρυφερό θρεφτάρι, κι' η νύστα σα μου τόπιανε και ξέχναε τα παιχνίδια, τότες σε στρώμα μαλακό στην αγκαλιά την βάγιας κλιούσε τα μάτια με καρδιά κάθε αγαθό γιομάτη· έρμο όμως τώρα ολάρφανο πολλές θα πιει ίσως πίκρες, 505 ο Μοναφέντης που τον λεν όλοι, γυναίκες κι' άντρες, τι μόνος του διαφέντεβες το κάστρο εσύ, καλέ μου . . . εσύ π' αλάργα από γονιούς μπροστά σ' οχτρών καράβια σκουλήκια τώρα θα σε φαν, αφού χορτάσεις σκύλους γυμνός· και θα σου καίτουνται τα ρούχα μες στον πύργο, 510 ψιλά πανώρια, πούφτιασαν των γυναικώνε χέρια . . . Μα αφτά όλα θαν τα κάψω εγώ, αχ δίχως όφελός σου, που σάβανο σε νεκρική φωτιά δε θα σου γίνουν.» 513
Είπε, και σ' όλων την καρδιά ξυπνάει του θρήνου πόθο, κι' όλοι θρηνούσαν — ως που πια το χαραμέρι πήρε — γύρω στο έρμο λείψανο. Ωστόσο ο Αγαμένος μουλάρια κι' άντρες πρόσταξε απ' τις πλαγιές ολούθες ξύλα να παν να φέρουνε· κι' ορίζει κεφαλή τους βλάμη τ' αφέντη Δομενιά, τον αρχηγό Μηριόνη.
Μα σαν τους ένιωσε η θεά, η μαρμαρόκορφη Ήρα, που λιάνιζαν τους Αχαιούς μες στη σκληρή τη μάχη, γυρνάει και λέει της Αθηνάς διο φτερωμένα λόγια «Ωχού μου, αμάλαγη θεά, του Δία θυγατέρα, τάμα λέω τάξαμε άδικο του βασιλιά Μενέλα, 715 πως πριν μισέψει, πρώτα εδώ το κάστρο θα κουρσέψει, έτσι αν τον Άρη αφήκουμε τον έρμο να λυσσάζει. Μον έλα! ας μπούμε πια κι' εμείς στη ζάλη του πολέμου.»
Τα λόγια σου είνε για μένα όπως στους προγόνους μας της Πυθίας τα λόγια. Λέγε μου να ζήσης. — Το σπίτι μου τώρα είνε περιττό· και το σπίτι και το κλήμα του. Έμειν' έρμο εκεί πάνου και θα χαλάση με τον καιρό. Δεν το δέχεται τάχα ο Κουρδουκέφαλος και να ξόφληση το χρέος; — Τι λες, Ελπίδα! φώναξε ο νέος σφαλώντας ανάλαφρα με τα δάχτυλα του τα χείλη της. Όχι τέτοια θυσία· δεν τη δέχουμαι.
Είναι το τρίτο κοριτσάκι που μας ήρθε στα πέντε χρόνια . . . όλο κοριτσούδια, το έρμο! — Να σας ζήση! είπεν η γραία. Καλή σαράντισι της φαμιλιάς σου! — Ως τόσο, το κοριτσάκι ήρθε στον κόσμο άρρωστο, κι' όλο κλαίει, και στο βυζί δεν κολλάει. Κ' η μάνα του η καψερή, τόσο καλά δεν είναι . . . Όλο κάψι και σεκλέτι, το έρμο! Αλήθεια;
— Αχ! δίκηο έχει, ο καϋμένος, ο Λυρίγκος . . . «Όλο κοριτσούδια, το έρμο, όλο κοριτσούδια!» . . . Και τι ξαλάφρωμα θα ήτον τώρα γι' αυτόν, για την άμοιρη τη γυναίκα του, να του τώπαιρνε τώρα, ο Μεγαλοδύναμος! . . . αυτό καν πούνε μικρό, και δεν έχει ν' αφήση μεγάλον καϋμό 'πίσω του!
— Θανάση μου, ενικήσαμε!... το ψυχομάχημά του Μεταλαβή κι' αντίδωρο... — Πατέρα, δε θα νάρθη Για μας, που προοιμίζομε, Δευτέρα Παρουσία 'Σ αυτήν την ακροπελαγιά;... Αυτό το έρμο χώμα Δε θα το ιδούν ελεύθερο μια μέρα οι πεθαμμένοι; — Πίστευε, Διάκε, 'ς του θεού την παντοδυναμία. — Θα σούναι πάντα 'ς το πλευρό μ' εμέ κι' ο Πατριάρχης. Απλόνουν πάλαι τα φτερά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν