United States or Yemen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αληθές είνε ότι άλλος ένδοξος ποιητής ισχυρίσθη ακριβώς τουναντίον, κηρύττων τας ευτυχείς αναμνήσεις αναφαίρετον παρηγορίαν· κατά την ώραν όμως εκείνην τα πάντα συνώμνυον να με κάμουν να πιστεύσω, ότι δεν ηξεύρει τι λέγει.

Μήπως θα της έλεγες εκείνα τα οποία και προ ολίγου καιρού είπες προς τον Γλαύκον, όταν ούτος σε κατηγόρει διά μίαν ωρισμένην αισχρουργίαν σου, ότι διά τούτο έγεινες εντός ολίγου ένδοξος και γνωστός εις όλους και πώς ήτο δυνατόν να γείνης τόσον περιβόητος διά της ρητορικής σου; Είνε δε ευχάριστον να γείνη κανείς καθ' οιονδήποτε τρόπον ένδοξος και ονομαστός.

Η Μπάλκω τότε εξεσκέπασε το πρόσωπόν της και είπεν· εγώ ακούοντάς από πολλούς την φήμην του ονόματός σου, και πως είσαι ένας ευγενικός άνθρωπος και ένδοξος, επεθύμησα να έλθω να δειπνήσω με του λόγου σου. Ο Αμπτούλ με όλον που ήτον διαφορετικός με τες γυναίκες, αυτή όμως του άναψε πολλά την φλόγα του έρωτος, και άρχισε να δείχνη πολλήν κλίσιν προς αυτήν.

Κι' εγώ εκεί 'στ' αγαπητό της Σύρας ξερονήσι είδα το φώς κι' ανέπνευσα την δρόσον του αέρος· κι' αυτό το λέγω, επειδή δεν θέλω να τιμήση η ένδοξος μου γέννησις κανένα άλλο μέρος. Με πόση ήκουσε χαρά η πικραμένη χήρα πως θάχη κι' ένα Συριανό 'στη μαύρη ξενιτειά της! αδιάκοπα λογάριαζε μαζί μου για τη Σύρα, της έλεγα τα πάθη μου, κι' εκείνη τα 'δικά της.

Και τώρα, τέλος δίνοντας στο λόγο μου, σας λέω ν' ακούσετε εις τους χρησμούς, που ήλθατε εδώ πέρα να λάβετε:— Πάρ' το παιδί και πήγαινε στη χώρα του Κέκρωπος, ώ Κρέουσα, και βάλε το στο θρόνο• αφού αυτός απ' τη γενειά τραβάει του Ερεχθέως, έχει και το δικαίωμα στη χώρα τη δική μου να βασιλεύη, κ' ένδοξος θα γίνη στην Ελλάδα.

Αλλ' όσον περισσότερον αποκρούεις τους επαίνους, τόσον περισσότερον αναδεικνύεσαι αξία των μεγαλειτέρων εγκωμίων. Εις την περίπτωσίν σου εφαρμόζεται σχεδόν το αναφερόμενον εις τον Διογένην, ο οποίος ερωτηθείς πώς δύναται κανείς να γείνη ένδοξος, Εάν, είπε, καταφρονή την δόξαν. Δύναμαι δε και εγώ να είπω, εάν κανείς μ' ερωτήση ποίοι προ πάντων είνε άξιοι επαίνων, όσοι δεν θέλουν να επαινώνται.

Αύται δε βεβαίως αι λέξεις είναι συνηθισμέναι από το πολεμικόν ναυτικόν, και δεν είναι τόσον πολλών επαίνων άξιαι αλλά το αντίθετον. Διότι δεν πρέπει ποτέ να εξοικειώνεται με πονηράς συνηθείας και μάλιστα το καλλίτερον μέρος των πολιτών. Αυτό δε βεβαίως ήτο εύκολον να το μάθη κανείς και από τον Όμηρον, ότι δηλαδή αυτή η ασχολία δεν ήτο ένδοξος.

Εκεί που λέγει: Δεν σταματώ τον πόλεμον, τας αιματοχυσίας Πριν του Πριάμου του τρανού ο ένδοξος υιός Έκτωρ Φθάση στα πλοία, στας σκηνάς μέσα των Μυρμιδόνων· Μπρος στη δική μου την σκηνή, στο μελανό μου πλοίον Τον Έκτορα εις την ορμήν, θαρρώ, θα σταματήσω.

Να στέλλωμεν δε όσον το δυνατόν περισσοτέρους και καλλιτέρους, ώστε αυτοί να συντελέσουν να φαίνεται η πόλις όσον το δυνατόν ένδοξος διά τας ιεράς και ειρηνικάς επιμιξίας, αντιστρόφως προς την επίδειξιν της πολεμικής των προπαρασκευής· όταν δε έλθουν εις την πατρίδα, θα διδάξουν τους νέους, ότι είναι κατώτεροι οι νόμοι των άλλων ως προς το πολίτευμα.

Και απάντησ' ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• «Φίλ', επειδή μου ενθύμισες τα πάθη, 'που εκεί πέρα πάθαμ' εμείς των Αχαιών τ' αδάμαστα τα γένη, και όσατα γλαυκά πέλαγα πλανώμενοι με πλοία, 105 όπου ωδηγούσ' ο Αχιλληάς για λάφυρα, και άμ' όσατο μέγα κάστρ' ολόγυρα του βασιληά Πριάμου μαχόμενοι• αυτού έπεσε το άνθος των ανδρείων, αυτού ο φρικτός Αίαντας, αυτού και ο Αχιλλέας κείτονται• αυτού και ο Πάτροκλος που 'ταν θεόςτην γνώσι• 110 αυτού παιδί μου αγαπητό, άψεγο και γενναίο, ο Αντίλοχος ταχύτατος και ακλόνητοςτην μάχη. και άλλα πολλά παθήματα σιμάαυτά μας ηύραν• και ποιος θνητός είν' αρκετός όλα να τα ιστορήση; και πέντε κ' έξι αν έμενες χρόνους εδώ, να μάθης 115 πόσα έπαθαν των Αχαιών εκεί τα λαμπρά γένη, θα εβάρυνες και θα 'φευγες, πριν μάθης, 'ς την πατρίδα• ότι εννηά χρόνους πλέκαμε τον χαλασμό τους, μ' όλαις ταις τέχναις, και όμως μεταβιάς τον τέλειωσ' ο Κρονίδης. αυτού κανείς τον Οδυσσηάτην γνώσι ν' αντικρύση 120 δεν ήθελεν, ότι πολύ τους άλλους ενικούσε, 'ς ταις τέχναις όλαις, ο λαμπρός πατέρας σου, αν υιός του είσαι τωόντι• σεβασμός με παίρνει ως σε κυττάζω• προσομιάζ' η ομιλιά πολύ, κ' είν' ένα θαύμα προσόμοια τόσο να ομιλή μικρός την ηλικία. 125 τότε δεν ευρεθήκαμεν, εγώ και ο Οδυσσέας, ασύμφωνοι, ούτ' εις σύνοδον ούτε εις βουλή, ποτέ μας• αλλά μιαν γνώμην έχοντας, με νου και μ' ορθή σκέψι, ευρίσκαμ' ό,τι εδύνονταν να σώση τους Αργείους• αλλ' άμα κάτω ερρίξαμε την Τροίαν καιτα πλοία 130 μπήκαμε, και τους Αχαιούς θεός εσκόρπισ' όλους, κακήναυτούς επιστροφή τότε εμελέτα ο Δίας• επειδή όλοι φρόνιμοι και δίκαιοι δεν ήσαν• όθεν εσύντριψε πολλούςτην τρομερήν οργή της τότε η γλαυκόμματη θεά, φρικτού πατρός η κόρη, 135 'που την διχόνοιαν έσπειρετους αδελφούς Ατρείδαις. κ' εκάλεσαν εις σύνοδο τους Αχαιούς εκείνοι όλους, αλλ' όμως ξώκαιρα, 'ς την δύσι του Ηλίου• και τα παιδιά των Αχαιών έφθασαν κρασωμένα• κ' εκείνοι εξήγαν τον σκοπό 'που εσύναξαν τα πλήθη• 140 τότε ο Μενέλαος έλεγε να συνταχθούν να φύγουν όλ' οι Αχαιοίτα διάπλατα τα νώτα της θαλάσσης• δεν το 'στεργε ο Αγαμέμνονας και τον λαόν εκράτει, κ' ήθελε πρώτον ιεραίς να σφάξουν εκατόμβαις, την φοβερή της Αθηνάς οργήν όπως πραΰνη• 145 μωρός, ουδ' ήξευρε 'π' αυτήν δεν ήθελε μαλάξη• ότι εύκολα δεν στρέφεται ο νους των αθανάτων. κ' οι δύο 'κείνοι ως στέκονταν, σκληρά λογομαχώντας, ξάφνου εσηκώθη, σκόρπισε των Αχαιών το πλήθος, μ' αλαλαγμόν αμίλητο, κ' εις γνώμαις δυο σχισθήκαν• 150 και όλη την νύκτα ετρέφαμε μίσος ανάμεσόν μας, ότι μεγάλαις συμφοραίς ωργάνιζεν ο Δίας• κ' εμείς εσύραμε πρωίτην θάλασσα την θεία τα πλοία με τα κτήματα και ταις βαθειά ζωσμέναις γυναίκαις• κ' έμειναν αυτού το ήμισυ του πλήθους, 155 σιμάτον Αγαμέμνονα τον ηγεμόν' Ατρείδη• έτσιτα πλοία μπήκαμε, κ' έπλεαν αυτά με βία, ότι θεός τα τρίσβαθα μας έστρωσε πελάγη. ς' την Τένεδο, διαβαίνοντας να πάμετην πατρίδα, εσφάξαμε προς τους θεούς• δεν έστεργεν ο Δίας 160 να φθάσουμε, αλλ' ο άσπλαχνος κακήν πάλι διχόνοιαν εγέννησε, κ' εγύρισαν με τα κυρτά καράβια μέρος με τον πολύβουλον, ανδρείον Οδυσσέα, τ' 'Ατρείδη τ' Αγαμέμνονα να χαρισθούν εκείνοι. κ' εγώ μ' όλα τα πλοία μου κίνησα ευθύς να φύγω, 165 ότι έβλεπα 'που συμφοραίς είχε ο θεόςτον νου του. ως και ο Τυδείδης έφευγε κ' εκίνα τους συντρόφους• και ο ξανθός Μενέλαος μας πρόφθασε κατόπιτην Λέσβο, 'που λογιάζαμε το μακρυνό ταξείδι, είτε απεπάνω από την Χιό την πετρωτή να βγούμε, 170 προς την Ψυρία, 'ς τα ζερβιά κυττάζοντας εκείνην, ή κάτω, 'που 'ναι ο Μίμαντας αντίκρυ ο ανεμισμένος• και του θεού ζητούσαμε σημείο να μας δείξη• έδειξε, και να κόψουμε το πέλαγ' ως την Εύβοια μας είπε, όπως ταχύτερα σωθούμε απ' την οδύνη. 175 πρύμος τότ' έπνευσε ηχηρός•τους ιχθυοφόρους δρόμους τα πλοία τρέχαν και άραξαντην Γεραιστό την νύκτα. του Ποσειδώνα τότε αυτού ταύρων πολλά μερία εκάψαμε, ότι πέλαγος μέγα είχαμε μετρήσει• τέταρτ' ημέρα, οι σύντροφοι Διομήδη του ιπποδάμου 180τα νερά τ' Άργους έστησαν τα ισόμετρα καράβια. κατά την Πύλο αρμένιζα εγώ και άκοπα εφύσα, ως τον πρωτόστειλε ο θεός, ο άνεμος ο πρύμος. ιδού πώς ήλθ' ανήξερος, παιδί μου, ουδέ γνωρίζω των Αχαιών ποιοι χάθηκαν, και ποιοι πάλι εσωθήκαν• 185 αλλ' όσα εδώ καθήμενοςτα μέγαρά μου ακούω, ως πρέπει, θέλει σου τα ειπώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω• λέγουν πως εκαλόφθασαν οι ανδρείοι Μυρμιδόνες, 'που του υψηλόφρονα Αχιλληά ωδήγα ο λαμπρός γόνος• καλά και ο υιός του Ποίαντα, ο ένδοξος Φιλοκτήτης• 190 και όλους τους άνδραις έμπασετην Κρήτη ο Ιδομενέας, όσους τ' άφησε ο πόλεμος• τα κύμα δεν του επήρε. για τον Ατρείδη εμάθετε και σεις, μακράν 'που είσθε, πώς ήλθε, πώς ελεεινό του ετοίμασε το τέλος ο Αίγισθος• αλλά τρομερά το πλέρωσε εκείνος. 195 τόσον αξίζει ένα παιδί ν' αφίνη ο απεθαμένος, ως βλέπεις 'που τον Αίγισθον εκείνος εκδικήθη, τον δόλιο, 'που του 'φόνευσε τον ένδοξον πατέρα.