Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Θα νόμιζες πως εκοκκάλωσαν στα πόδια τους. Ο Βλαχογιώργος μάβρισε από το θυμό. Στην περιφρόνησην αφτή ξέχασε και το φόβο του. Το αγριεμένο το στοιχειό δεν εκρατιώταν πια. Έσιαξε νάμπη μέσα τόρα ακράτητος, παίζοντας το λεπίδι. Φωνή φριχτή, μια βροντερή κραβγή ακούστη κι αντιλάλησαν οι τάπιες μέσα οι βαριές.

Άλλη ιστορεί το Χριστό σε μεγαλόπρεπο θρόνο, και βλογάει κρατώντας ανοιχτό βαγγέλιο, με γράμματα μέσα «Ειρήνη υμίν, Εγώ ειμί το φως του κόσμουΖερβόδεξα αυτής της εικόνας είναι οι προτομές της Παναγιάς και του Αρχάγγελου Μιχαήλ μέσα σε δίσκους, κι αυτοκράτορας στεφανωμένος και λαμπροφορεμένος προσπέφτει στα πόδια του Ιησού.

Αυτά 'πε' και να κοιμηθή και αυτής εκαλοφάνη. 295 και άμ' έπεσαν τους κύκλωσαν του πολυβούλου Ηφαίστου τα τεχνικώτατα δεσμά, και ουδέ μέλος κανένα να κινήσουν εδύνονταν, ή ολίγο να σηκώσουν• κ' ένοιωσαν τότε ότι φυγής κανείς δεν ήταν τρόπος, και ο ζαβοπόδης ο θεόςολίγο ήλθε σιμά τους, 300 επειδή οπίσω εγύρισε πριν εις την Λήμνο φθάση• ότι σκοπός του εφύλαγεν ο Ήλιος και του το 'πε. με την καρδιά περίλυπη πλησίασετο δώμα, 'ς τα πρόθυρα εσταμάτησε, και άγρια χολή τον πήρε, και φρικτήν έσυρε βοήτους αθανάτους όλους• 305 «Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε, ελάτ', έργ' αξιογέλαστα και αβάστακτα να ιδήτε, με, τον χωλόν, πώς του Διός η κόρ', η Αφροδίτη, καταφρονεί και αγάπησε τον ανδροφόνον Άρη, ότ' είναι ωραίος, και γερόςτα πόδια, κ' εγώ είμαι 310 εκ γενετής αστερέωτος• και εις τούτο ποιος μου πταίει παρά και οι δύο μου γονείς, να μη 'χαν με γεννήσει. αλλά θα ιδήτε πώς αυτοί κοιμούνται αγκαλιασμένοι• κυττάζω εγώ και οδύρομαι 'που η κλίνη μου επατήθη. παρόμοιο πλάγιασμα, θαρρώ, δεν θα ζητήσουν πλέον, 315 μ' όσον και αν έχουν έρωτα, ουδέ για ολίγην ώρα. αλλ' απ' τα επίβουλα δεσμά δεν θα λυθούν εκείνοι, πριν λάβω απ' τον πατέρα της οπίσ' όλα τα δώρα, όσα 'χω για την άσεμνη την κόρη παραδώσει. καλ' είναι η θυγατέρα του, αλλά δεν έχει γνώσι». 320

Μαθόντας όμως πως ο Ιουστινιανός πήγαινε να την καταπείση ο ίδιος, βγήκε και πρόσπεσε στα πόδια του αυτοκράτορα κ' έδωσε χάρισμα το οικόπεδο, και μόνο τον παρακάλεσε να τη θάψουνε στο έμπασμα του ναού σαν πεθάνη για να συχωρεθούν οι αμαρτίες της.

Και όπως εκαθόταν συμμαζωμένη, με τα μάτια στυλωμένα πέρα, δεν έκανε τη μισητή εντύπωσι που ταιριάζει στο είδος της. Έμοιαζε καλονοικοκυρά βγαλμένη στην πόρτα να προσμείνη τον άντρα της. Μου ήρθε όρεξις να παίξω με το πουλί και άρχισα να το προγγάω, κινώντας χέρια και πόδια: — Ξιξιξί!... ξιξιξί!... — Τι κάνεις αυτού, μωρέ! μου φωνάζει ο καπετάνιος. — Μια κουκουβάγια κάθεται στην κόφα.

Εσύ όμως να θυμάσαι, Έφις: το κτηματάκι το θέλω εγώ…Το μαρτύριο κράτησε σ’ όλο τον δρόμο, μέχρι που ο Έφις, περισσότερο κουρασμένος από το αν είχε πάει με τα πόδια, γλίστρησε από τα καπούλια και τράβηξε κάτω το δισάκι.

ΚΟΒΙΕΛ Ύστερ' από τόση περιποίησι και τόσες φροντίδες και τόσες δουλειές που της έκανα στην κουζίνα! ΚΛΕΟΝΤ Τόσα δάκρυα που έχυσα στα πόδια της! ΚΟΒΙΕΛ Τόσους κουβάδες νερό που έβγαλα από το πηγάδι για χάρι της! ΚΛΕΟΝΤ Τόση φλόγα που αισθάνθηκα γι' αυτήν, να την αγαπώ πειο πολύ από τον εαυτό μου! ΚΟΒΙΕΛ Τόση φλόγα που μ' έπαιρνε απ' τα μούτρα να γυρίζω τη σούβλα για να μην κουράζετ' εκείνη!

Έκλεψε;» «Έκλεψε; Τρελός είσαι; Τώρα το κακολογείς κιόλας εκείνο το λουλούδι, εκείνο το ζωγραφιστό αγγελούδι. Τι να κλέψει; Δεν είναι ικανός ακόμη και αυτό να κάνει.» «Και… τι λέει; Θα γυρίσει;» «Εάν του έρθει καμία τέτοια ιδέα στο μυαλό θα του κόψω τα πόδια» είπε ο ντον Πρέντου και σκοτείνιασε το πρόσωπό του.

Δεν είχεν όμως δικά του χτήματα κ' έπεσε στα πόδια της γυναίκας του, που είχε μερικά πράμματα, με παρακάλια να πουλήση κανένα να τονε γλυτώση. Θηρίο έγειν' εκείνη, σαν τ' άκουσε και αφού τον εξέβρισε φοβερά, του είπε να φύγη, γιατί δεν τον ήθελε πλιο σπίτι της. Το χτύπημα ήταν πολύ βαρύ. Επήγε να σαλέψη ο νους του ναύτη, γιατί ήταν ένας χαραχτήρας, που ό,τι είχε, τόκρυβε μέσα του.

Κατά την προσταγή του Πρόσπερου, ο Άριελ επλησίασε εις τον Φερδινάνδο, που έκλαιε τον πατέρα του· με τους ήχους μιας ουράνιας μουσικής καταπαύει ολόγυρά του την ταραχή της φύσεως, και σταλάζει μέσα του γλυκύτατη μελαγχολία· μ' ένα μυστικό τραγούδι του αφαιρεί κάθ' ελπίδα, εις τρόπον ώστε ο νέος σχεδόν έχει την βεβαιότητα ότι έμεινε ορφανός και μόνος, αλλά και ελεύθερος, εις τον κόσμο· εις αυτή τη διάθεση της ψυχής του πώς να μην έχη ακαταμάχητη δύναμη η αγγελική μορφή της Μιράντας, και η άκρα συμπάθεια, που αυτή εξηγεί για τες συμφορές του; Με άλλη τόση ευκολία βλασταίνει η αγάπη εις την ψυχή της Μιράντας, εις την οποίαν η ωραιότης του λυπημένου νέου, ο οποίος άμα την είδε βάνει στα πόδια της το βασιλικό στεφάνι, ο κίνδυνος, από τον οποίον εσώθη, και αυτή η ανεξήγητη οργή του πατρός της· συντρέχουν να σπρώξου το πάθος εις την ακμή του.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν