Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Φτάνει το κράτος να ζει, να στέκεται στα πόδια του, να μπορεί να έχει τη θέση του ανάμεσα στα τόσα άλλα κράτη. Δεν μπορεί να τα παραγνωρίσει αυτά η τάξη που κυβερνά, γιατί αλλοιώς δε στέκεται. Η διαφορά μεταξύ σένα, κ. Αλλά η διαφορά μεταξύ των δυνώ μας, είναι, κ.

Μερικοί ισχυρίζονται ότι ο Τριστάνος εσκότωσε τον Ύβαινο: βρωμερό ψέμμα. Τέτοιος ήρωας δε θάπλωνε το χέρι να σκοτώση τέτοιο σκυλλολόι. Ο Γκορνεβάλης τον εσκότωσε μ' ένα χοντρό ξύλο, που του κατάφερε στο κεφάλι το μαύρο αίμα τινάχτηκε κ' έτρεξε μέχρι τα κακοφτιαγμένα πόδια του. Ο Τριστάνος ξαναπήρε τη Βασίλισσα, η οποία δεν υποφέρει πεια καθόλου.

Εγώ να σου το κατεβάσω το σταφύλι. Αποθέτει χάμω το τουφέκι, κι ώσπου να γυρίσης να 'δης, βρέθηκε στο δέντρο απάνω. Κόβει το σταφύλι, και το πετάει στην ανοιγμένη ποδιά της. — Δε σκορπίστηκαν οι ρώγες, φωνάζει η μαζώχτρα αποκάτω, κρατώντας στο χέρι το κεχλιμπαρένιο τσαμπί αψηλά, αψηλά, και με ξέθαρρο γέλοιο δείχνοντας ταψεγάδιαστα δόντια της.

Είς εξ αυτών λ. χ. είχε περάση τας χειρίδας καπότου εις τα πόδια του διά να φαίνεται τάχα ότι φορεί φράγκικα και υπεκρίνετο τον ιατρόν. Άλλος είχε κατασκευάση τεράστιον σαρίκι περί την κεφαλήν του, τρίτος δε είχε φορέση φουστάνια υποκρινόμενος την Ντελή Μαρίαν, μίαν μισότρελλην.

Έπειτα τον κύτταξε από τα πόδια ως το κεφάλι με περιέργεια. Δεν τον είχε ιδή πολλές φορές από κοντά. Μα κι όσες τον είδε ποτέ δεν τον πρόσεξε. Την περιφρόνηση που έτρεφαν σ' αυτόν οι πρόγονοί του, την έτρεφε κ' εκείνος από παράδοση. Τώρα όμως έβλεπε πως είχε άδικο. Ο Πέτρος δε φαινότανε και τόσο αξιοκαταφρόνητος. Ήταν ένας χωριάτης άξιος και δυνατός.

Κένταγε κι’ ωριοκένταγε στ’ ανάερα τα πόδια Της Νύχτας της μελαχροινής και της καθάριας Μέρας Τες τέσσαρες τες εποχές, γλυκά χεροπιασμένες, Την Άνοιξη τη δροσερή, των λουλουδιών τη μάννα, Ντυμένη φόρεμα λαμπρό, λουλουδοστολισμένο, Το Καλοκαίρι το χρυσό, το ηλιοφλογισμένο, Το κίτρινο Χινόπωρο με τα πεσμένα φύλλα, Και τον Χειμώνα τον ψυχρό με τ’ άσπρα του τα γένια, Κι’ ολόγυρα στες εποχές, τες αεροβατούσες, Ηλιολαμπές και συννεφιές, βροχές, χαλάζια, χιόνια, Και μες στα μαύρα σύννεφα φλόγινα αστροπελέκια, Σα φείδια ολοφώτεινα βαθυά να τ’ αυλακόνουν.

Σαν περνούσε από το μεγάλο περιβόλι, κοντοστάθηκε και κύτταξε τα ψηλά δένδρα. Τα πόδια του τρέμανε και δεν μπορούσε πια να περπατήση.

Αφτά σαν είπε, πρόσταξε τους παραγιούς να στήσουν λεβέτι απάνου απ' τη φωτιά μεγάλο, για να πλύνουν γλήγορα εκεί οχ το λείψανο το αίμας το πηγμένο. 345 Κι' οι νιοι λεβέτι τρίποδο παν στη φωτιά και σταίνουν, μέσα του χύνουνε νερό, καιν από κάτου σκίζες· και την κοιλιά του λεβετιού χαϊδέβοντας οι φλόγες ζέσταιναν μέσα το νερό, και πια σαν πήρε βράση πλαίνουν και τρίβουν το νεκρό με λάδι, και στο στρώμα 350 τον παν και τον σκεπάζουνε από κεφάλι ως πόδια 352 μ' ώριο σεντόνι αραχνερό κι' αφρόθωρη αντρομίδα.

Ως κ' οι κακογεράματοι γέροι, που τις μύξες τους έτρωγαν, τα πόδια τους να πάρουν δε μπορούσαν, κ' εκείνοι ακόμα εξεκίνησαν ναρθούν. Πανηγύρι, γλέντι, κοσμοχαλασμός μέσα κ' έξω. Ο πάγκος με τα μπουκάλια ταδιανά και τους ξεθωριασμένους &Αριστοφάνηδες& γύρω στολισμένος, έκανε τόρα χρέη θεωρείου. Ντροπαλές, μισοκρυμένες είχαν τρυπώσει από νωρίς όλες οι γειτόνισσες κ' οι καλές γειτονοπούλες του Γιάνη.

Μον άμε του Φυλιά το γιο και το γοργό τον Αία 175 σήκωσ' τους τώρα, αν με πονάς, γιατί είσαι εσύ πιο νιος μουΕίπε, κι' εκείνος φόρεσε προβιάμακριά ως στα πόδιαξανθού μεγάλου λιονταριού, και πήρε το κοντάρι. Και πήγε και τους σήκωσε κι' εκεί τους έφερε όλους.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν