United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στο τιμόνι απάνω, ένας γέρος ψηλός, με το ράσο, με την άσπρη γενεάδα, που έφεγγε το πρόσωπό του μες στο σκοτάδι. Μείναμε ξεροί. Κάναμε το σταυρό μας. Μπήγει μια φωνή ο λοστρόμος: «Μέγας είσαι, ΚύριεΣαστίσαμε όλοι· τρέμαμε στα πόδια μας σαν τα καλάμια. «Δεν είδατε μωρέ το θάμαξαναλέει ο λοστρόμος. «Ο Άη-Νικόλας, κουμαντάρει το μπάρκο. Σύσσωμος απάνω στο τιμόνιΚάναμε το σταυρό μας.

Ο μεγάλος θόλος, 179 πόδια του ύψου, είναι καμωμένος μ' αλαφρά πλιθάρια της Ρόδος, κ' οι τέσσερεις πινσοί του με πολύ στεριό υλικό που να καλοβαστιέται ο θόλος, να είναι κι όσο γίνεται αλαφρός . Πίσωθε από τα τέσσερα μισόκυκλα που κάμνουν οι τέσσερεις οι μεγάλες καμάρες σε κάθε κόχη, υπάρχει κι απόνα θολωτό τετράγωνο μέρος, φωτισμένο κι αυτό από παραθύρια.

Βαθειά εκράτησε σιγή• και όλα τα ποτήρια πάλι ξαναγεμίσανε από κρασί της Βίβλου• στην ίδια εκείνη τη στιγμή κατέβηκε στο χώμα μια συντροφιά περιστεριών, που άφοβα φωλιάζουν εις του Λοξία το ναό• μόλις τα περιστέρια εδοκιμάσαν το κρασί, καθίζοντας στα χείλια του ποτηριού, το ρούφηξεν ο φτερωτός λαιμός τους: αλλά δεν πάθαν τίποτε απ' το κρασί που ήπιαν• μα εκείνο, που εκάθισε στου νέου το ποτήρι και ρούφηξεν απ' το πιοτό, το φτερωτό κορμί του ταράχθηκε, σπαρτάρισε, και άρχισε να βγάζη τρελλές και θλιβερές κραυγές• οι σύνδειπνοι απορούνε γι' αυτούς τους πόνους του πουλιού, μα εκείνο σπαρταράει, τα πόδια τα κοκκινωπά ανοίγει και πεθαίνει.

Τακολουθούν τα κύματα... Η νεκροσυνοδεία Σένα καράβι σταματά... Του μάρτυρα τα πόδια Χτυπούν τη πρύμμη μια φορά... χτυπούν πάλαι την πλώρη Ετρύξανε η ξυλοδεσαίς ... Ξυπνούν ... τον ανεβάζουν Εμπρός του γονατίζουνε... Ο πρωτοσύγκελλός του Τόνε γνωρίζει... του φιλεί το μέτωπο, τα χέρια... Σηκόνουνε το σίδερο... Με τα πανιά απλωμένα Σχίζει την άβυσσο ο νεκρόςτο ξυλοκρέββατό του...

Τρέμουν τα πόδια σου.» «Πρέπει να πηγαίνω.» «Έφις, άκουσέ με. Μην σου κακοφαίνεται για ό, τι σου είπα. Έτσι είναι, δεν μπορώ, πίστεψέ με. Ξέρω ότι αυτό σε δυσαρεστεί, αλλά δεν μπορώ. Μην πεις τίποτε στην Έστερ και πήγαινε, αφού θέλεις να φύγεις. Εάν όμως νοιώσεις άσχημα, γύρισε. Να θυμάσαι ότι αυτό είναι το σπίτι σουΈριξε το δισάκι επάνω στους ώμους του και βγήκε.

Και ή μ' έχεις κράξει ή σ' έχω κράξει, και ή μ' έχεις φέρει ή σ' έχω φέρειείναι φτερά που πάει το αέρι, φύλλα που ο άνεμος θ' αρπάξηήρθα· δεν τίναξαν τα φύλλα, ολόρθη στέκοσουν μονάχη· κρεμόντανε στους κλώνους μήλα, νερό συντρίβονταν στα βράχη κι είχες τα πόδια σου λουσμένα κι ως να πατούσες ήσουν κρίνα, τα χέρια σου μπροστά ριγμένα σα λευκά κρίνα ήταν κι εκείνα και σα φτερά και είχαν απλώσει στον ήλιο που είχε πέρα δώσει.

Αλλά και προ καιρού στην εορτή της Αφροδίτης, δεν έρριξα εις τα πόδια της θεάς μία δραχμή ασημένια για σένα; Έπειτα πάλιν επλήρωσα δυό δραχμές για υποδήματα της μητέρας σου και πολλές φορές έχω βάλη στο χέρι αυτής της Λυδής πότε δύο και πότε τέσσερους οβολούς. Όλα αυτά αν τα μαζέψης κάνουν περιουσίαν για ένα ναύτην. ΜΥΡΤ. Τα κρομμύδια και τα παστόψαρα, Δωρίων;

Έλα μαζί μου επάνω εις την στέγην Ρούντυ! ήτο βέβαια ο πρώτος λόγος, που του είπε η γάτα και ο Ρούντυ εκατάλαβε. «Ό,τι οι άνθρωποι λέγουν για κατρακύλισμα, είναι κενή φαντασιοπληξία! δεν πέφτει κανείς, αν δεν το φοβηθή προτήτερα. Έλα εσύ, βάλε το ένα πόδι έτσι, το άλλο έτσι! Δοκίμασε με τα μπροστινά πόδια να αισθανθής καλά. Πρέπει κανείς να έχη μάτιατο κεφάλι και εύκαμπτα μέλη!

Δε θ' ανεχτώ ποτές, απάντησε ο βαρώνος, τέτοια ταπείνωση από μέρος της και τέτοια αυθάδεια από μέρος σας· αυτήν την ατιμία δε θα την ανεχτώ ποτέ! γιατί τα παιδιά της αδερφής μου δε θα μπορέσουνε να μπουν στο εκκλησιαστικό στάδιο της Γερμανίας. Όχι! η αδερφή μου θα παντρευτή μοναχά ένα βαρώνο της αυτοκρατορίας. Η Κυνεγόνδη ρίχτηκε στα πόδια του και τα έβρεξε με δάκρυα· εκείνος ήτανε ανένδοτος.

Ο άλλος, γέρος μα δυνατός, με πρόσωπο κατακόκκινο και όλο του το κορμί συνεπαρμένο από ένα τρέμουλο που έμοιαζε ψεύτικο , είχε τοποθετήσει ένα καπέλο ανάμεσα στα ανοιχτά πόδια του και πότε πότε έσκυβε για να δει μέσα τα κέρματα. Το βράδυ όμως έπεφτε γρήγορα, φορτωμένο με σύννεφα, και ο κόσμος έφευγε.