Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Η εξοχή μού τα δίνει όλ' αυτά». Γράφει για τις περιπλανήσεις του ανάμεσα σε ρείκια κι' άλλα χαμόκλαδα μ' ωραία κίτρινα άνθη, όπου επαναλάβαινε την «Ωδή στη βραδυά» του Collins, έτσι για ν' απολάψη καλύτερα την ομορφιά της στιγμής.
Με διώξαν κοντά από τη Δεσποινίδα Κυνεγόνδη, πέρασα από ραβδισμούς και πρέπει τώρα να ζητιανεύω το ψωμί μου, όσο να μπορέσω να το κερδίζω. Όλ' αυτά δε μπορούσαν να συμβούν αλλιώς. — Φίλε μου, του είπεν ο ρήτορας και πιστεύεις πως ο Πάπας είναι ο Αντίχριστος. — Δεν τόχα ως τόρα ακούσει να το λένε, απάντησε ο Αγαθούλης· μα είτε είναι είτε δεν είναι, εγώ δεν έχω ψωμί!
Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας• «Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με• και ας είχαμε για κάμποσον καιρόν τροφήν ωραία, γλυκό κρασί, καθήμενοι κ' οι δύο 'ς την καλύβα, φαγοποτώντας ήσυχα, και 'ς τα έργα να 'ναι οι άλλοι, 195 τότ' άκοπα θε να 'λεγα και ολόκληρον τον χρόνον, και ούτε καλά θα πρόφθανα, τα πάθη της ψυχής μου, όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν.
Αλλ' αν 'στ' Αναβρυτήριο ντελάληδες φωνάξουν: «Ποιος Έλλην θέλει να γενή Ακαδημαϊκός;» ω! τότε όλ' οι Έλληνες εμπρός σου θα πετάξουν, και εις τας έδρας πόλεμος θ' ανάψη φονικός. Κι' εγώ θα τρέξω, Αθηνά . . . παντού σοφίας γνώσις, κι' αν θέλης να σου δώσουμε, και όχι να μας δώσης.
Μα κι αυτό το φεγγάρι της ψυχής της, όπως και τάλλο τουρανού ήτονε γι' αυτήν πάντα το πρόσωπό της Βεργινίας, το κάτασπρο- από τότες που την είχε πλανέψει από πάνω στο βουναλάκι. . . Έξω ήτον καλοκαίρι: ήλιος ασπρόφλογος παντού . . βαθιά γλαυκή πέρα η θάλασσα που έστελνε κάθε απομεσήμερο δροσερές πνοές κ’ έδερναν ταπλωμένα ρούχα στις αυλές. . φρούτα. . τραγούδια τη νύχτα μες τους δρόμους που ανοίγανε λιγωμένη αγκαλιά στου φεγγαριού το σιγαλινόν ύπνο, τον ασημένιο. . λουλούδια. . κελαιδήματα πουλιών. . σύννεφα μεγάλα σαν τρικάταρτα καράβια μ' άσπρα παννιά σαν κάτεργα παλιά, ασάλευτα στις ράχες των βουνών, και καμμιά φορά σα Δράκοι κι αρχαίοι Θεοί που μπουμπούνιζαν πάνω απ’ τον Πάρνηθα και τον Υμηττό . . . Και μ' όλ' αυτά η Λιόλια κι όχι μονάχα η Λιόλια, μα κι ο Νίκος, ζούσανε μαζί σα μέσα σ' ένα υπόγειο που τους βάραινε το χαμηλό ταβάνι στο κεφάλι κι ο αέρας ο βαρύς στο στήθος Από 'κείνο το βράδυ που την είχε ξεγελάσει το φεγγάρι δε λαμπάδιασε πια η ψυχή του κοριτσιού-όσο και να την έσφιγγε ο αγαπημένος της μέσα στα δυνατά του χέρια ολοδικήν του πια! ολόδικός της ! μ' όση φλόγα και να κόλλαγε τα χείλια του στα δικά της.
Και ποτέ δεν θα τη δήτε τη γυναίκα, κατά πόδα να πηγαίνη με τη μόδα. Άφησε τα πειά και τάλλα. Αν πεισθήτε 'ς όσα είπα και μ' ακούσετε κ' εμένα, θα περάσετε, πολίται, τη ζωή ευτυχισμένα. Α’ ΓΥΝΗ Ώ Πραξαγόρα μου γλυκεία! τα είπες μια χαρά. Και όλ' αυτά πού τάμαθες, φτωχή μου;
Εμείς οι Τούρκοι λέμε, πως όλ' οι Χριστιανοί θα πάνε στην κόλασι· μα σαν συλλογιούμαι το καλό που έκαμεν η μητέρα σου, λέγω με τον νουν μου: Σαν δεν πάγ' αυτή η Χριστιανή στον παράδεισο, δεν ηξεύρω ποιος Τούρκος θενά πάγη! Ας είναι δα! Ταις βουλαίς του Θεού κανείς δεν ταις ηξεύρει! Όλον εκείνο τον καιρό το είχα χαμένο το παιδί μου.
Αφού έθεσα έτσι τα ζητήματα, τώρα ας αναλύσω τον εαυτό μου, και ας κοιτάξω πώς σχετίζομαι με όλ' αυτά ε γ ώ, το Ελληνικό άτομο του 1908. Με συμβουλεύει ο κ.
Και ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνης• 265 «Ναι, τούτα είν' όλ' αληθινά, γυναίκα, όπως τα λέγεις• ήδη πολλών εγώ 'μαθα την σκέψι και την γνώμη ανδρών ηρώων, και εις πολλά της γης εβγήκα μέρη• αλλ' άνθρωπον τα μάτια μου τέτοιον ποτέ δεν είδαν, ως ήταν μεγαλόψυχος ο φίλος Οδυσσέας. 270 όπως και αυτό κατώρθωσε με τόλμην ο ανδρείος, 'ς τ' άλογον ότε το ξυστόν οι πρώτοι των Αργείων όλοι κρυμμένοι εφέρναμε τον όλεθρο 'ς τους Τρώαις• και συ 'λθες τότε αυτού• θεός πρέπει να σ' έχη σπρώξει, των Τρώων δόξαν θέλοντας να δώση• και σιμά σου 275 έρχονταν ο θεόμορφος Δηίφοβος• και γύραις τρεις έκαμες, την βαθουλή καθίστρα ψηλαφώντας. κ' εφώναζες με τ' όνομα των Δαναών τους πρώτους, με την φωνή της γυναικός του καθενός εκείνων. με τον Τυδείδη τότ' εγώ και ο θείος Οδυσσέας 280 ακούσαμε, καθήμενοι 'ς την μέση, την βοή σου• κ' εμείς οι δυο με προθυμιάν ηθέλαμεν ορμώντας έξω να βγούμε, ή μέσαθεν ευθύς ν' αποκριθούμε• αλλ' όσο και αν ηθέλαμε, μας κράτησ' ο Οδυσσέας. και τα παιδιά των Αχαιών κει μέσα εσίγαν όλα• 285 ο Άντικλος ηθέλησε μόνος να σ' απαντήση• αλλά τον έσφιξ' ο Οδυσσηάς 'ς το στόμα με τα χέρια τ' ανδρειωμένα, κ' έσωσε των Αχαιών το γένος, κρατώντας, ως 'που επήρε σε κείθε η Παλλάδ' Αθήνη».
Ναι . . . δεν λέγουσι, καλή είνε και η δάφνη, και οι πανηγυρισμοί νόστιμοι, και το θυμίαμα ευώδες· αλλ' ιδανικά όλ' αυτά . . . πολύ ιδανικά· διά τούτο δε ίσως και τόσον ευκόλως χορηγούνται. Οι μεγάλοι άνδρες, όσον μεγάλοι και αν ήνε, δεν δύνανται να τραφώσι διά δόξης μόνον και λιβανωτού.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν