United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• 290 »Μενέλαε διόθρεπτε, πικρότερος ο πόνος, αν μ' όλ' αυτά τον όλεθρο δεν έφυγεν εκείνος, ουδ' αν βαστούσε σιδηρήτα στήθη την καρδία. αλλάτην κλίνη φέρτε μας, ότ' ήλθεν ήδ' η ώρα να πέσουμε, και τον γλυκό τον ύπνο να χαρούμε». 295

την Πύλο πρώτα πήγαινε, 'ς τον Νέστορα τον θείο, κείθετην Σπάρτη, ς' τον ξανθό Μενέλαο, να ερωτήσης, 285 ότ' ύστερος των Αχαιών χαλκοχιτώνων ήλθε. και αν ο πατέρας ότι ζη και θα γυρίση ακούσης, τότε, και ας στενοχωρηθής, υπόμειν' έναν χρόνο. και αν πάλιν ότι απέθανεν ακούσης και ότι εχάθη. γύρισε τότε εις την γλυκειά την γη την πατρική σου, 290 και μνήμα εκείνου σήκωσε, κ' εντάφια, ως πρέπει, δώρα δόσε πολλά, και υπάνδρευσε κατόπι την μητέρα. και αμ' ενεργήσης όλ' αυτά, κ' εις όλα δώσης τέλος, 'ς τον νου σου τότε μέτρησε καιτης ψυχής τα βάθη, πώςτα δικά σου μέγαρα να κόψης τους μνηστήραις, 295 είτε με δόλο ή φανερά• και πλειά δεν σε συμφέρει παιδιού να 'χης φρονήματα, μικρός αφού δεν είσαι• και δεν ακούς πώς ο λαμπρός Ορέστης εδοξάσθητον κόσμον, ότι εφόνευσεν αυτός τον δολοφόνον Αίγισθο, 'που του φόνευσε τον ένδοξον πατέρα; 300 φίλε, και συ, 'που 'σαι καλός και μέγας, ως σε βλέπω, γενναίος γίν', οι απόγονοι να σε καλολογήσουν. αλλ' ήδη εγώ 'ς τ' ογλήγορο καράβι θα καταίβω, κ' οι σύντροφοί μου αγανακτούν, θαρρώ, 'που περιμένουν. και συ μόνος σου φρόντιζε, και ψήφησε ό,τι σου 'πα». 305

— Α! να ογδόντα τόμοι μιας ακαδημίας των επιστημών, φώναξε ο Μαρτίνος· μπορεί να υπάρχη δω μέσα κάτι καλό. — Θα υπήρχε, είπε ο Ποκοκουράντης, αν ένας από τους συγγραφείς αυτών των ανακατεμένων σωρών είχε εφεύρει την τέχνη να κάμνη καρφίτσες· μα σε όλ' αυτά τα βιβλία υπάρχουνε μονάχα κούφια συστήματα και τίποτα ωφέλιμο.

Να φροντίζει για κοινοτικά έργανα φυλάγονται τα χωράφια και τ' αμπέλια από καλούς δραγάτες, τα δάση από δασοφύλακες εμπιστεμένους να σιάζονται οι τοπικοί δρόμοι, ή να φτειάνονται καινούργιοι αν χρειάζονται, να χτίζονται πετρογέφυρα, να διορθώνονται τα σκολειά, και για όλ' αυτά να συνάζονται χρήματα. Κοντά στη Σπάρτη είναι ένα χωριό, που το λένε Βαμπακού.

Είναι συνδυασμός, είναι μορφή τωόντι, οπού θαρρείς πως ταις σφραγίδαις έχουν θέση όλ' οι θεοί, να δείξουν άνθρωποντον κόσμον. Ήταν αυτός ο σύζυγός σου. Τώρα βλέπε εδώ κατόπι· τούτος είναι ο σύζυγός σου, σάπιο στάχυ οπού φθείρει το γερό του αδέλφι.

ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ Και αμέσως να τ' ακούσωμε ας πάμε· και όλ' οι μεγιστάνες ας καλεσθούν εις τούτην την συνάθροισίν μας. Και ως προς εμέ, αν και με λύπην, αγκαλιάζω την τύχην μου· μου ανήκουν εις το κράτος τούτο δικαιώματ' αρχαία και να τ' απαιτήσω η ώρα τούτη με καλεί. ΟΡΑΤΙΟΣ Διά τούτο ακόμη θα έχω λόγον να ομιλήσω, και απ' τα χείλη ανδρός, οπού η φωνή του θέλει σύρη και άλλους.

Σα να το υποψιάστηκα πως καλά σημάδια δεν είταν οι ώμοι εκείνοι οι αγέρωχοι κ' οι ανασηκωμένοι, τα γουρλωμένα τα μάτια, η άταχτη η περπατηξιά του, το φύσημα του ρουθουνιού, τα στραβομουριάσματα, ταδιάντροπο και το σπασμωδικό το χαχλάνισμα, τάσκοπά του γνεψίματα, και ταταίριαστα λόγια του. Μόλις τα παρατήρησα όλ' αυτά, κ' είπα, τι κακό της φυλάει της Ρωμιοσύνης»!

Όλ' αυτά τα διηγούντο οι μάγκες όπως τα είχον ακούσει από τας προμήτοράς των, και μάλιστα το αυγάτιζαν κ' οι ίδιοι με την παιδικήν ψευδομανίαν των. Και τώρ' ακόμη πολλοί τα έβλεπον.

Και άμ' άκουσ' ότι εκτύπησαντο μέγαρον εκείνον η Πηνελόπ' η φρόνιμη, 'ς το μέσ' είπε των δούλων• «Όμοια και σένα ο τοξευτής ο Φοίβος να κτυπήση». κ' ευθύς τότε η κελλάρισσα της είπεν, η Ευρυνόμη• 495 «Αν πιάσουν η κατάραις μας, τότ' απ' αυτούς κανένας να ίδη την καλόθρονην Ηώ δεν θα προφθάση». και η Πηνελόπη η φρόνιμηεκείνην αποκρίθη• «Όλ' είν' εχθροί, μητέρα μου, αφού κακό μας θέλουν• αλλ' είν' ο Αντίνοος μάλιστα ταίρι του μαύρου χάρου• 500το δώμα ξένος δύστυχος, όπως τον βιάζ' η χρεία, γυρίζει και ψωμοζητεί, κ' ιδού του δώσαν όλοι οι άλλοι και τον φόρτωσαν με δώρα• εκείνος μόνος με το σκαμνί τον κτύπησετου ώμου δεξιού την άκρη».

Τώρ' αν το ρωτήσης τον Κώστα Θόδωρο για τα Γιάννινα: «Φεύγα, γιε μ', θα σου πη, από δαύτα, μη μπης εκεί μέσα τι θα πεθάν'ς. Μια ψύχα μπήκα 'γω μέσα μια βολά όλ' όλ' 'ςτή ζωή μ' και πήγε να μ' πιαστή η ανάσα. Φεύγ' από δαύτα μακριά. Βνο και πάλε βνο. Στάν' και πάλε στάν'». — Κ' εγώ το 'χω ακουστά για τον Κώστα Θόδωρο, λέει ο Πολιάνος. — Να σας μολογήσω 'γώ άλλο ένα. Λέει ο Μπαρμπούτας.