Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


ΜΕΝ. Βέβαια εγώ έρχομαι σήμερον από εκείνον τον μέγαν Δία, αφού ήκουσα και είδα θαυμάσια πράγματα. Αν δεν με πιστεύης, και η απιστία σου με κάνει να χαίρω έτι περισσότερον, διότι σημαίνει ότι η ευτυχία μου είνε τόσον μεγάλη, ώστε καταντά απίστευτος.

Εις αυτό το αναμεταξύ που αυτή ωμιλούσεν έτσι ακούουν έναν μέγαν θόρυβον εις την πόρταν της στράτας, και αιφνιδίως βλέπουν να έμπη ο Καδής εις την αυλήν τους με πολλούς ανθρώπους, και ανάμεσα εις αυτούς ήτον και ο Μουζαφέρ με τον υιόν του. Εις ετούτην την θεωρίαν, η Δηλαρά έπεσε λιποθυμημένη, και ο Κουλούφ μην ηξεύροντας τι να κάμη, έτρεξε προς τον Κατήν διά να του ζητήση έλεος.

Και απ' το καράβι ανέβηκα κ' από το περιγιάλι. και ότ' έφθασα διαβαίνοντας την ιερή λαγκάδα, 275 σιμάτης πολυβότανης Κίρκης το μέγα δώμα, τότε ο χρυσόρραβδος Ερμής, 'ς το δώμα ενώ κινούσα, εμπρός μου εφάνη ως άγουρος 'π' σκροφυτρόνει τρίχαις, κ' είναι ο καιρός 'που' φαίνεται της νειότης όλ' η χάρι• ήλθε, το χέρι μώσφιξεν, ωνόμασέ με κ' είπε• 280 «πάλιν, ω δύστυχε, πού παςτα όρη μέσα μόνος, του τόπου ανήξερος; κ' εδώτης Κίρκης τους κρυψιώναις τους στερεούς οι φίλοι σου 'σαν χοίρ' είναι κλεισμένοι• και αυτούς να λύσης συ θα πας κει μέσα• αλλά πιστεύω δεν θα γυρίσης, αλλ' αυτού θα μείνης 'που 'ναι οι άλλοι. 285 αλλ' από τέτοιον όλεθρον εγώ θα σε λυτρώσω• έμπα με τούτο το καλό βοτάνι, οπού σου δίδω, της Κίρκης μες τα δώματα, και αυτό θα σε φυλάξη. και όλα τα ολέθρια θα σου ειπώ σοφίσματα της Κίρκης• μίγμα θα φθειάση και εις αυτό βοτάνια θα σου ρίξη• 290 αλλά τα μάγια της εσέ να πιάσουν δεν θ' αφήση το βότανό μου το καλό• και μάθε τ' άλλ' ακόμη• άμ' έλθ' η Κίρκη με μακρύ ραβδί να σε κτυπήση, απ' το πλευρό σου σύρ' ευθύς τ' ακονητό σπαθί σου, 'ς την Κίρκη ρίξου ως άνθρωπος, 'που αίμα ορμά να χύση• 295 θα φοβηθή, και θα σου ειπή να κοιμηθής μαζή της• πρόσεχε τότε, της θεάς μην αρνηθής την κλίνη, τους φίλους σου όπως λύση αυτή και σε καλοξενίση• αλλά να ομόση ζήτησε θεών των μέγαν όρκο, ότι άλλο ενάντια σου κακό δεν θα σκεφθή κανένα, 300 μήπως ανδρειά και δύναμιν, ως γυμνωθής, σου πάρη».

Αιτία πάντων και αρχή κηρύττει ότι είναι ο είς Θεός, και ότι, επειδή ούτος είναι αγαθός, αγαθά είναι και τα πλάσματα αυτού, ο δε άνθρωπος είναι ο μικρός κόσμος, όστις οφείλει κατά τo δυνατόν να ομοιώται με τον μέγαν κόσμον και διά τούτου με τον Δημιουργόν.

Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, κ' εφόρεσεν ο Οδυσσηάς χιτώνα και χλαμύδα• μανδύαν λαμπροΰφαντον μέγαν ενδύθ' η νύμφη 230 χαριτωμένον και λεπτόν, κ' εζώσθηκε ζωνάρι χρυσόν, ωραίο, κ' έβαλετην κεφαλή καλύπτρη. να προβοδά τότ' άρχισε τον θείον Οδυσσέα. αξίναν του 'δωκε τρανήν, αρμόδιατην παλάμη, χάλκινη, κ' ήταν δίστομη• και μέσ' είχ' εμπηγμένο 235 σφικτά στελειάρι ελάινον εύμορφο, και σκερπάνι του 'δωκε ακόμη ακονιστό• κ' εκίνησεν εμπρός του προς κάποιαν άκρη του νησιού, οπού 'χε υψηλά δένδρα, κλήθρη και λεύκα κ' έλατο, 'που τον αιθέρα εγγίζει, από καιρούς κατάξερα, ώστ' ελαφρά να πλέουν. 240 και αφού τον τόπο του 'δειξεν, οπού 'χε υψηλά δένδρα, η Καλυψώτο δώμα της η αθάνατη επανήλθε• τα ξύλα εκείνος έκοβε, καιτο έργον επροχώρει• όλα όλα είκοσιν έρριξε, πελεκητά τα επήρε• με τέχνη τα εσκερπάνισε, κ' ίσιασε αυτάτην στάφνη. 245 ωστόσο η θεία Καλυψώ του 'φερε τα τρυπάνια, και άμ' όλ' αυτός τρυπάνισε και τ' άρμοσ' όλ' αντάμα, με ξυλοκάρφια την πλωτή και αρμούς σφυροκοπούσε. και όσο πλατειά την πατωσιά για φορτηγό καράβι άξιος μορφόνει ξυλουργός, τόσο και της πλωτής του 250 κείνος το πλάτος έκαμε• κ' έστησε ταις σανίδαις ορθαίς, και, με στραβόξυλα πυκνά δένοντας όλα, έπλαθεν• ετελείωσε με μακρυνά δοκάρια. κατάρτι έπλασεν έπειτα, και αντένα, οπού ταιριάζει• πηδάλι ακόμη εμόρφωσε, μ' αυτό να κυβερνάη• 255 και με κλαδιά της λυγαριάς την έφραξε όλη πέρα, του κύματος προφυλακή, και μέσα εσώρευσ' ύλη. κ' έφερε υφάσματα η θεά, να γίνουν τα πανία, και αυτός εφιλοτέχνησε κ' εκείνα• και κατόπι απλαίςεκείνην έδεσε, σκόταις και παλαμάρια, 260 και με λοστούς την έσυρετην θάλασσα την θεία.

Εξεκοίλιασα τους σκώληκας της γης και απέσπασα τα έντερά των, διά να έχης να υφάνης μέταξαν και κατασκευάσης πολύπτυχον εσθήτα, διά ν' ανεμίζωνται τα άκρα σου, και αποτελή το βάδισμά σου μέγαν θρουν. Κατέβην εις τα έγκατα της γης να εύρω αδάμαντα, διά να έχης πόρπην, ήτις είθε να είνε αρκετά στερεά διά την ζώνην σου την χρυσήν.

Τότε ο Κατής εσηκώθη ευθύς γυμνός καθώς ήτον και με μέγαν φόβον, ήλθε με την Αροούγια, και τον έβαλε και αυτόν εις το δεύτερον ντουλάπι που είχε πάρει· και ωσάν τον έκλεισε καλά, του είπε να σταθή εκεί ήσυχος, και οπόταν παύση η ζήτησις του ανδρός της θέλει γυρίσει να του ανοίξη, και με τούτον τον τρόπον έβαλε και τον δεύτερον εις τα δίκτυά της.

Αλλ' άμα απεμακρύνθη, τον κατέλαβε τοιαύτη βροχή, ώστε διέτρεξε μέγαν κίνδυνον. Μετά τινας ημέρας επιστρέφων εσταμάτησε πάλιν εις του παπά, προς ον είπε: — Σε βεβαιώ, παπά, ότι ο χοίρος σου έχει περισσότερο νου απ' όλους τους Τούρκους. Εγώ, φεύγοντας από το Κάστρο αφήκα Μπαϊράμι· αλλά στο Ρέθυμνο ευρήκα Ρεμαζάνι κ' εις τα Χανιά σήμερο μόνο εκάμανε Μπαϊράμι!

Και έδειξεν εις τον μογιλάλον τον πύραυνον του ελαιοτριβείου, μέγαν και φοβερόν, ως της Κολάσεως εν ταις αγιογραφίαις, ένθα βράζει η πίσσα. Πράγματι, εν μέσω πυκνοτάτου καπνού, χήρα μεσήλιξ, με κατάμαυρην μανδήλαν και κατακόκκινον πρόσωπον, παρά το παμφάγον πυρ, ησχολείτο επιμελώς κατασκευάζουσα και ψήνουσα τηγανίτας.

Όπως θέλεις την ανοίγεις· και ήτε μείνης, ήτε φύγης, πώς να σου εναντιοθώ; Παρηγόρα με καν σ' ένα, τον πιστό σου δούλο εμένα, που θερμότατα ποθώ. Όρκον Έρωτα σου κάνω, στης σαγίταις σου απάνω, όρκο μέγαν και φριχτό, Υποφέρω κάθε άλλη τυραννία σου μεγάλη, και ποτέ να μη κλαυτώ.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν