Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Σεπτεμβρίου 2025


Λεν πως πρέπει ο χρόνος να σωθή, για να γίνη το κακό. Αχ! γιατί ο πατέρας να πεθάνη; Να ζούσε, θα είμαστε δεκατέσσερεις. Πρόπερσι πέθανε· μεγάλωσαν τα παιδιά και μας τάβαλαν πια κι αφτά στο τραπέζι μαζί μας. Έτσι θέλησε ο παπούς. Έτσι το θέλησε η κακή μου η τύχη! Η μητέρα μου τόλεγε πέρσι. Είχε δίκιο. Όχι! δεν την άκουσα. Να μην καθήσουνε στο τραπέζι δεκατρείς. Δεν την άκουγα και γελούσα.

Και την άκουγα να ξεσπά σε λυγμούς, σα να βρισκότανε σε μεγάλη αγωνία: Αν δεν είχα εσέ, πιστεύεις πως θα μπορούσα να ζήσω; Πόσο βάσταξε η εποχή αυτή δεν μπορώ να το θυμηθώ σωστά. Τη θυμούμαι μόνο σαν ένα μοναδικό φοβερό χειμώνα χωρίς χιόνι, σα μια μακριά σκοτεινή γραμμή στη ζωή μας, στη ζωή που μου φαινόταν άδεια και χωρίς νόημα.

Μα δε γύρισα να δω. Πήγαινα μόνο πέρα δώθε κι άκουγα την κρατητή, φοβερή αναπνοή, που φαινότανε σα να έβγαινε από μεγάλον και μου ξέσχιζε την ψυχή. Τότε άκουσα μια κραυγή της γυναικός μου κ' έστριψα εκείθε. Ο Σβεν είχε ανοίξει το μάτι κ' είδε το ρόδο. Κι άπλωσε το χέρι προς το άνθος, το πήρε, σα να ήθελε να δη το ρόδο για τελευταία φορά, μα το άφησε να πέση πάλι στο μαξιλάρι.

Λοιπόν καθόλου μη νοιαστής για όσα ακούμε γιατί όσα χρήσιμα στον άνθρωπον νομίζει ο θεός, μονάχος εύκολα τα φανερώνει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Τι τρικυμίαν ένιωσα μεσ’ στην ψυχή μου, καθώς τα λόγια σου άκουγα τα τελευταία. ΙΟΚΑΣΤΗ Ποιά σε κατέχει, βασιλεύ, ματαία φροντίδα; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ενόμισα πως άκουσα σε σταυροδρόμι ο βασιλεύς ο Λάιος άσπλαχνα εσφάγη. ΙΟΚΑΣΤΗ Και τώρα, καθώς άλλοτε, λέγανε τέτοια.

Άφησα το κρεββάτι αμέσως κ' έτρεξα να τον ζητήσω, να του γυρέψω συχώρεση για το φόβο μου. Δεν το ήθελα· ήμουν άμαθη στα τέτοια... Α! πώς ήθελα ν' άκουγα πάλε τη φωνή του· τη γλυκειά, την πρόσχαρη, την καλορρίζικη φωνή του. — «Έλα που σε προσμένω. ... Θα ζήσετε πλούσια». Μα δε φάνηκε, δεν ακούστηκε πια! Δε φάνηκε το είδωλο του, δεν ακούστηκε η φωνή του· δεν έλειψε όμως κι από κοντά μας.

Έμενα εκεί, αποβλακωμένος, καθισμένος ακίνητος να ακούω την κυρία να μιλάει, να μιλάει, να μιλάει ή παρέα με την υπηρέτρια που σιωπούσε. Καθόμουν στο τραπέζι μαζί τους, τους άκουγα να αστειεύονται, να κάνουν σχέδια για μένα, σαν να ήμουν γιός τους, και όλη αυτή η κατάσταση που προξενούσε λύπη, με ταπείνωνε, και όμως δεν μπορούσα να φύγω.

Ύστερ' απ' αυτά που είδα, που ακόμα δα θαρρώ πως τα ονειρεύουμαι, καρτερώ να ιδώ κ' άλλα μεγαλύτερα. Γιατί ίσαμε τα προχτές ήμουνα ο πιο απαισιόδοξος ίσως Ρωμηός. Σε τίποτα δεν πίστευα, όλα τα κορόιδευα και τα πιο ιερά ακόμα. Άκουγα Μεγάλη Ιδέα και μέσα μου Μεγάλη Μωρία την έλεγα. Τους Πατριώτας τους μετέφραζα σε Πατριδοκάπηλους.

Είχα μαζί μου μια πιστόλα κ' ένα μαχαίρι. Αδειάζω την πιστόλα με χίλιες κατάρες, και τρέχω με το μαχαίρι καταπάνω στο κορμί που μισόβλεπα κατά το μέρος οπούθε ήρθε η τουφεκιά. Ώσπου να πάγω κοντά του, αυτός ξαπλώθηκε. Ως τόσο οι τουφεκιές πρέπει νάφεραν κι άλλους κοντά μου, γιατί άκουγα αντρίκιες κουβέντες γύρω. Τι να κάμω δεν ήξερα. Είπα, ας κρυφτώ σε κανένα δέντρο απάνω.

Μένει περίλυπη η καρδιά, μα η απελπισιά πια δεν τα χτυπάει εκεί μέσα τάγρια φτερά της. Καθούμουνα κι άκουγα σα φταιξιάρης. Αρνί αθώος θαρρούσα πως είμουν, κι αυτή ανήμερο θεριό με ζουγράφησε. Μάρτυρας, και δαίμονα μ' έκαμε! Μιλούσε σα να τριγύριζαν τον τόπο μας μεγάλα δεινά. Για θανατικά μου μιλούσε. Δίχως άλλο η Αγιά Μαρίνα είταν κ' ήρθε να με γλυτώση δείχτοντάς μου της αγάπης το δρόμο.

Μόνο και μοναχά τη νύχτα κάποτε σαν αγρυπνούσα, άκουγα το ζεμπερέκι να χτυπάη κρα... κρα .. σα να ήθελε ν' ανοίξη την πόρτα. — Καλώς τον!.. καλώς τον!.. του φώναζα εγώ από μέσα. Μα στη φωνή έπαυε αμέσως το ζεμπερέκι σα να ήταν κλέφτης κ' έφευγε μην τον πιάσουμε.

Λέξη Της Ημέρας

παστρουμάδι

Άλλοι Ψάχνουν