Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Εκείνος δεν είπε τίποτα και κουνώντας θλιβερά το κεφάλι εκατέβηκε στην κάμαρή του. — Πάει ν' ανάψη κι' άλλο κερί· εψιθύρισεν ο Μπαρμπατρίμης. Οι μετάνοιες και τα κεριά δεν έπαψαν αφόντας φύγαμε από τη Μύκονο. Μα δεν ήταν τόρα η πρώτη κακοσημαδιά που έτυχε του καπετάν Κρεμύδα. Πριν ακόμη ξεκινήση από το σπίτι όλα τα σημάδια του ήρθαν ανάποδα.
ΒΕΡΑΛΔΟΣ Αι! λοιπόν, ναι, αδελφέ μου, αφού θέλεις να σου μιλήσω ξάστερα. Τη γυναίκα σου εννοώ. Και βρίσκω πειο ανυπόφορη τη στραβοκεφαλιά σου για κείνην, από τη στραβοκεφαλιά σου για την ιατρική. Πέφτεις με κλειστά τα μάτια σε όλες τις παγίδες που σου στήνει. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Α! κύριε! μη μιλείτε καθόλου για την κυρία· είναι γυναίκα, που δεν έχει κανείς τίποτα να πη γι' αυτήν, γυναίκα χωρίς προσποίησες.
Στο τέλος 'ς 'ν απόλυσι, θέλησε ο κακόμοιρος να πάη πρώτος-πρώτος να πάρη αντίδωρο, και του πάτησε μια βρισιά ο δήμαρχος, που τον έκαμε τον κακόμοιρο απ' άσπρου. — Να σ' πω κουμπάρα. Κατάλαβες τίποτα; διέκοψεν αίφνης εγερθείς ο ποιμήν. — Τι; ηρώτησεν η Κρατήρα. — Δεν κατάλαβες τίποτα ακόμα; Νά! Και ωσφραίνετο ηχηρώς ο Κομποδήμος. — Ωχ!
Ένα οργανέτο έπαιζε ακόμα μπροστά στο καφενεδάκι, τελειώνοντας βιαστικά κάποιο σκοπό παληάς όπερας, που ξυπνούσε, μέσα στο σύθαμπο του δειλινού, ξεθωριασμένους πόνους. — Κάνετε τόπο, ρε παιδιά, να σηκώσωμε τον άνθρωπο. Θα μας μείνη στα χέρια... Ακούστηκε μια φωνή παρακαλεστική και τρομασμένη μαζί. — Δεν είνε τίποτα. Μην κάνετε έτσι.. είπε ο χτυπημένος. Η φωνή του όμως ήτανε πνιγμένη κι' αδύνατη.
Ενόμιζα πως θα έλεγεν όχι· πως θα εφρόντιζε με χίλια — δυο να μ' εμποδίση· πως θα μου εδιηγώταν ιστορίες τρόμου και φρίκης για ν' απελπισθώ. Τίποτα όμως. Μια στιγμή μ' εκύταζε συλλογισμένος από τα πόδια ως την κορφή σαν να εμετρούσε το ανάστημά μου, εχαμογέλασε· — Καλά· σα μεγαλώσης να πας· είπε με την πρώτη του απάθεια. Τόρα που είσαι μικρός σύρε να μάθης τη θάλασσα. Επήγα κ' έμαθα τη θάλασσα.
ΔΟΡΑΝΤ Εγώ, τι να σας πω, όταν πρόκειται να εξυπηρετήσω ένα φίλο μου, δε δίνω σημασία σε τίποτα, και όταν μου εξεμυστηρεύθητε τον έρωτα που αισθάνεσθε για τη χαριτωμένη εκείνη μαρκησία, με την οποίαν συνδέομαι στενώς, είδατε πολύ καλά ότι ευθύς εξ αρχής προσεφέρθην μόνος μου να σας φανώ χρήσιμος. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Αυτό είν' αλήθεια. Η καλωσύνη σας, σας το είπα, με σκλαβώνει.
Τι καλά ν' αρχίση πάλι τα γλέντια και τα ταξείδια του! Τηράει περίγυρα να εύρη δρόμο για τον Απάνω Κόσμο· τίποτα. Αυτός που με το κερί και το κουμπάσο άνοιγε δρόμους στα πέλαγα και με το τρισκότειδο έμπαινε στα μπουγάζια και τα πόρτα σαν να έμπαινε στο σπίτι του, εγύριζε τόρα ψηλαφώντας σαν θεότυφλος.
Δείχνεται η ξυππασιά κ' η αμυαλιά τους. Εγώ δεν έχω την ανάγκη τους. Όχι οι Μορφόπουλοι, μα κι όλος ο κόσμος να μου ριχτή, τίποτα δεν παθαίνω και μη φοβάστε. — Τώρα καλά, κόρη μου· είπε ο γέρος στενάζοντας. Μα αύριο που θα φύγουμε μεις, πως θα ζήσης μοναχή σου; — Θα ζήσω κ' έγνοια σας.
Και στη σούγλα 425 περνάν τα σπλάχνα, κι' έπειτα στην ανθρακιά τα ψήνουν. Και τα μεριά σαν κάηκαν και φάγανε τα σπλάχνα, λιανίζουν τ' άλλα κρέατα και τα περνάν στις σούγλες, τα ψήνουν όμορφα όμορφα, κι' απ' τη φωτιά τα βγάζουν. Και τη δουλιά σαν τέλιωσαν και τοίμασαν τραπέζι, 430 τρων, και δε λείπει τίποτα που να ποθεί η καρδιά τους.
Το άδραχνε τέλος νικητής στα χέρια του, έβγαινε απάνω γελαστός και το έδινε στον καπετάνιο, ελπίζοντας ν' ακούση τον γλυκό λόγο του κ' έναν έπαινο. Μα εκείνος σκυθρωπός, κρύος τον εδεχόταν σαν ν' αναγνώριζε τίποτα το κατόρθωμά του και δεν έβγαζεν από τα χείλη του παρά χολή το βρισίδι: — Κεραταΐμ — κερατά!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν