Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Τους τα ξηγήσαμε, τους τα ξεδιαλίσαμε όλα με το νυ και με το σίγμα· τίποτα, μα τίποτα να μας αποκριθούνε δεν έχουνε, κι ωςτόσο τη γνώμη τους δεν την αλλάζουνε, μόνο και μόνο γιατί είναι γνώμη τους, κι ας μην έχη και βάση καμιά. Με τον κ.
Μόνος του τις καθάριζε, έφτιανε στρίποδα, βάθρα, τραπεζάκια και τις έβαζε απάνου! Έπειτα στεκότανε μπροστά τους ώρες ολάκερες και τις καμάρωνε. Κ' εκεί που τις καμάρωνε ξεχνιότανε ως που τα μάτια του βασίλευαν και δεν έβλεπε τίποτα. Κανόνι νάρριχνες δίπλα του δε σάλευε. Και όταν τέλος ερχόταν στον εαυτό του, εύρισκε πως δεν ήταν καλά βαλμένες κι άρχιζε πάλε να τους αλλάζη τη θέση.
— Δεν πιστεύω τίποτα, είπε ο Μαρτίνος, ούτε σ' όλα τα ονειροπολήματα, που μας διηγούνται αυτό τον τελευταίο καιρό. — Αλλά για ποιο σκοπό λοιπόν πλάστηκε αυτός ο κόσμος; — Για να μας κάνη να λυσσάξουμε, είπε ο Μαρτίνος. — Δε σας εκπλήσσει πολύ, εξακολούθησε ο Αγαθούλης, ο έρωτας αυτών των δυο κοριτσιών της χώρας των Αυτιάδων για τις δυο μαϊμούδες, που σας έχω μιλήσει;
— Τίποτα για σας, τίποτα· είπε ο Δημητράκης ησυχάζοντάς τον. Το κακό είνε για μας· για μας και το έχει μας. Θυμάσαι τον Πέτρο το θεομίσητο; — Τον ψυχογιό μας; είπε με περιφρονητικό μορφασμό ο Αριστόδημος. — Όχι τον ψυχογιό μας· τον ψυχογιό του πατέρα μας να λες. — Το ίδιο κάνει. — Με συμπαθάς· έχει μεγάλη διαφορά· τον έλεγαν τότε Πέτρο του Μορφόπουλου και το καμάρωνε. Μα τώρα δε θέλει να μας ξέρη.
Ένα πρωί — πάντα πρωί, ξημερώματα — να σου τον πάλι. — Δεν έφυγες, κυρ Νικολάκη; — Πού να φύγω; Έστειλε τίποτα αυτός ο αφωρεσμένος; Πού έξοδα να φύγω; Να πάω και μ' αδειανά χέρια στην πατρίδα, θα με διώξη η γερόντισσα. Αν θέλης όμως του λόγου σου με σώνεις. Ένας γρουσούζης, φαρμακομύτης, που τον είχαν επιστάτη στην πηγάδα, ψόφησε και πάει στο διάβολο, χθες το βράδυ.
Δόσε μου και ολίγο τυράκι, δυο ελήτσαις ή άλλο τίποτα. Η οικοδέσποινα τη έδιδε τότε ό,τι ευρίσκετο εις το ερμάριον. — Νάχης την ευχίτσα μου, έλεγεν η Εφταλουτρού. Δόσε μου και λίγο λαδάκι, ν' ανάψω το καντήλι. Και ανέσυρεν εκ του θυλάκου, ον είχεν εις την εσθήτα της εις βάθος τριών σπιθαμών, μικράν φιάλην, και την επαρουσίαζε προς την οικοδέσποιναν.
Όλα θαμπά γύρω μου, όλα χαμένα στο πυκνό χιονόβολο. Και η «Παντάνασα» έτρεχεν ακόμη ακράτητη, γοργή, θεότρελη σαν να την έσερναν μαγνήτες οι αόρατες στεριές.& — Τίποτα! φωνάζω. Και ο λόγος μου κρυώτερος από τον πάγο, σκληρότερος από τον τρελοχιονιά εκύλαε στο κατάστρωμα, επλάνταζε τα στήθη των συντρόφων μου. — Τίποτα! εφώναζα σε κάθε λεφτό. — Άλλα δυο κεριά μωρέ! επρόσταξε πάλι ο καπετάνιος.
Απέ η φωτιά σα χώνεψε και φάγανε τα σπλάχνα, λιανίζουν τ' άλλα κρέατα και τα περνάν στις σούγλες, 465 τα ψήνουν όμορφα, όμορφα κι' απ' τη φωτιά τα βγάζουν, Και τη δουλιά σαν τέλιωσαν και τοίμασαν τραπέζι, τρων, και δε λείπει τίποτα που να ποθεί η καρδιά τους.
Καταλαβαίνεις τίποτα, Νεότης παπαρδέλα, που 'στά καλά καθούμενα μου 'κόλλησες σαν βδέλλα; Σιχαίνομαι τας αηδείς του βίου ποικιλίας, μη με θωρής ακίνητος και σέρνεις τα μαλλιά σου, μ' επαραχόρτασες και συ με τας διδασκαλίας και πάρε τα βρεμμένα σου και τράβα 'στή δουλειά σου. ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Φασουλή μου κακομοίρη, μαύρον τέκνον μαύρης γέννας, πώς δεν 'βρίσκεται κανένας όπως πρέπει να σε δείρη;
Άφινε ελεύθερη τη σκέψη του και τη ζωή του σ' ένα μονάχα προσέχοντας κ' ελπίζοντας: Στη φλόγα τη θαυματουργή που έκλεισε μέσα του η φύση. — Τα λόγια σου είνε μεγάλα και σύμφωνα με την καταγωγή σου· του είπε. Βέβαια το παρελθόν όσο και αν είνε ένδοξο δεν ωφελεί τίποτα σε κείνον που περιφρονεί το παρόν και λησμονεί το μέλλον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν