United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΝΑΤ. Εφ' — σφίχτηκαακόμα ντιαταγή ντε βγήκε τζάνουμ, ντιοιτητή είναι φίλο μου γιατί άργησε έτζι για; — να βράντιασεχάψι τα κοιμητούμε απόψαι... κανένα ντεν έχω να στείλω, νε ντούλο έχω μαζή μου, νε τίποτα... τούτοι ούλοι χαμπάρι ντεν έχουνε... εμένα ιψυχή μου πολύ ισφίκτηκε... άτζαπα να κάμω άλλο ένα αναφορά πώς γένεται; λογιώτατο τώρα ντε τα γράψη μπιλέ, τα ζαλίσει κεφάλι μου... είναι μπουταλά... τι να κάμω ντε ξέρω!... σάμπρι τα κάνω αρτίκ, γένηκε.

Γιατί στ' αλήθεια, τα κελλιά εκείνα, σκοτεινά και την ημέρα και μόνο με μια χαμηλή πορτούλα, έμοιαζαν με τρύπες, σαν φυλακές κατάδικων. Οι παππάδες επήγαν λίγο στου μπακάλη και εκεί έμαθαν πως κάτι μελετά τη νύχτα ο 'γούμενος, γιατί ο Γιώργης είδε το Βαγγελάκι, που εγνώριζε, και από άλλη φορά, γιατί έρχεται. Δεν ετολμούσε όμως κανείς να πη τίποτα.

Η ελπίδα να φύγει αυτός γρήγορα για το Νούορο την έκανε καλή και υπομονετική. Έστρωσε το τραπέζι στην τραπεζαρία που ήταν δίπλα, εγκαταλειμμένη και υγρή σαν καντίνα, και άρχισε να τον σερβίρει ζητώντας συγνώμη που δεν μπορούσε να του προσφέρει τίποτα άλλο. «Σ’ αυτό το χωριό πρέπει να ικανοποιείται κανείς με ό, τι βρίσκει…..»

Και πάψε να υποκρίνεσαι, γιατί δεν έχουμε πια τίποτα να σου δώσουμε. Κατάλαβες, άθλιεΤότε ο Τζατσίντο τον κοίταξε κι αυτός με τη σειρά του από κάτω προς τα επάνω, με κακία και έκπληξη συνάμα, σήκωσε πάλι τα χέρια και φάνηκε σαν να ανυψώνεται από τη γη ορμώντας ολόκληρος κατά του Έφις, σαν τον αετό στη λεία του.

ΜΠΕΛΙΝΑ Ναι. Ήταν μαζί της και η μικρή Λουίζα. Ρώτησέ την να σου τα πη. ΑΡΓΓΑΝ Στείλε μου την εδώ, αγάπη μου, στείλε μου την εδώ. Α! την αδιάντροπη. ΛΟΥΙΖΑ Τι με θέλεις, μπαμπά; Η μαμά μού είπε πως μ' εζήτησες. ΑΡΓΓΑΝ Ναι. Έλα κοντά. Προχώρησε. Γύρισε από 'δω. Σήκωσε τα μάτια σου. Κύτταξέ με. ΛΟΥΙΖΑ Τι είνε, μπαμπά; ΛΟΥΙΖΑ Τι; ΑΡΓΓΑΝ Δεν έχεις να μου πης τίποτα;

Δεν μου λες τίποτα, μητέρα! έλεγε καμμιά φορά ο Γιωργάκης, θέλων να διακόπτη την θλιβεράν εκείνην της μητρός του σιωπήν, οπού τόσον τον έθλιβε. Δεν μ' ερωτάς τίποτα!

Στον κρουνό των στοχασμών το κουρασμένο μας πνεύμα ελούστηκε. Στην πηγή της καλωσύνης το περιστέρι της ψυχής μας ήπιε. Λοιπόν δίκαια πονούσαμε! Λοιπόν όσα τολμήσαμε να πιστέψωμε τόσον καιρόήταν αλήθεια. Εκεί απάνω βρήκαμε το σκοπό του πόνου. Μη φοβηθής ποτέ πια την ασκήμια των ανθρώπινων ψυχώντη φρίκη της μοίρας. Μη φοβηθής τίποταπαρά συλλογίσου όταν υποφέρης, το Ταξείδι!

ΚΡΕΟΥΣΑ Τίποτα• εξεθύμωσα•γι' αυτό κ' εγώ σωπαίνω, και συ να μάθης μη ζητάς. ΙΩΝ Ποιά είσαι; πούθεν ήλθες; πατέρας ποιος σ' εγέννησε και ποιό είνε τόνομά σου που πρέπει να σου λέμ'εδώ; ΚΡΕΟΥΣΑ Κρέουσα μ' ονομάζουν, ο Ερεχθεύς μ' εγέννησε, πατρίδα μου η Αθήνα. ΙΩΝ Ω συ, όπου στην ένδοξη την πόλι κατοικείς, και που γονειοί σ' ανέθρεψαν γενναίοι, ω γυναίκα, πως σε θαυμάζω!

Να το ήξερες, καϋμένη μάνα και ν' άναβες ένα κερί στον Αϊνικόλα! εσκέφθηκα. Τρέχω να εύρω τον δρόμο του αστραπόβολου, γυρίζω στα κατάστρωμα, πασπατεύω εδώ, ψαχουλεύω εκεί· τίποτα δεν βλέπω. Οι ναύτες ολόγυρά μου με τα χάλκινα σκεύη νεκρά τόρα στα χέρια τους, πανιασμένοι εγύριζαν αρκουδίζοντας, έπιαναν τα σανίδια, εψηλαφούσαν τις κουπαστές με αγωνία θανάσιμη.

Γυναίκα μου, κυρά μου, αφέντρα μου! να τα φορής να χαίρεσαι· της είπε δακρύζοντας από χαρά και περηφάνεια όταν την είδε λαμπροστολισμένη σαν την Ηλιογέννητη. Αν δεν σου φτάνουν αυτά, σου παίρνω κι' άλλα. Κι' αν δεν αρκούν κ' εκείνα, πουλώ και τη γολέτα μου να σε χρυσοντύσω σαν την Τηνιακιά. Εκείνη δεν είπε τίποτα, μόνον απόμεινε κυτάζοντας λαίμαργα τα φανταχτερά ρούχα της.