Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Άμα εξημέρωσεν ο Θεός την ημέρα ήμαστε καλά. Έπεσε κομμάτι κι' ο αγέρας. Μα είδαμε πως μας έλειπεν ένας από το τσούρμο. Ο Παπαδράκος, ο γυιος της Παπαδράκαινας. Ούτε φάνηκεν ο καϋμένος. Ψάχνομε παντού. Πουθενά ο Παπαδράκος. Φωνάζουμε εμπρός, πίσω, κάτω. Τίποτα! Πουθενά ο Παπαδράκος.
Δε βλέπω τίποτα άξιο να ενθουσιάσει κανέναν αυτού μέσα. Δεν είμαι κακόπιστος, όχι, ξέρω τι θέλετε να πήτε, ξέρω πως από τον πόλεμο αναμεταξύ στις κοινωνικές τάξες προσμένετε την αναγέννηση της μικρής Ελλάδας. Αυτό ίσως ― μ' όλη τη μικρότητά του ― μπορούσε να ενθουσιάσει κανένα. Τι λέτε; Να δήτε άξαφνα το Ελληνικό Βασίλειο να μεταμορφωθεί μονομιάς σε Κάτω χώρες.
Κανένας δε με κρατάει. Αχ! Πνίγομαι. Πνίγομαι. ΜΙΣΤΡΑΣ — Μπάρμ-Αργύρη, γλήγορα, για το Θεό, τρέξε. Στην κάμαρά μου, απάνω στο γραφείο μου είναι ένα κουτάκι, ένα μπουκαλάκι. Φέρτα γρήγορα! Τρέχα! Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Δυστυχία μου, δυστυχία μου! Δεν είναι τίποτα Τάσσο! Η αγγίνα σου. Ησύχασε. Θα περάση . . . Τώρα θα σου κάνω εγώ ό,τι πρέπει. ΦΛΕΡΗΣ — Τη Λέλα! Θέλω να ιδώ τη Λέλα. ΜΙΣΤΡΑΣ — Η Δώρα!
Εκείνος πάντα εστάθηκεν αόρατος κυβερνήτης του ξύλου, άγρυπνος φύλακας του θαλασσινού. Εκείνος εύρε πρώτος το τιμόνι κ' έσωσε το μυθικό πλεούμενο με το ανθρώπινο φορτίο του από του διαβόλου την επιβουλή. Και όμως εμείς τόρα τον εκάναμε θανάσιμον εχθρόν. Ποια η τύχη μας; Να τριγύρω τα σκότη και η άβυσσος! — Τίποτα! ετοιμάσθηκα να ρίξω πάλι κάτω τρανολάλητο.
Εμειδία, και ήτο ευμενής. — Τι σας ήρθε, βρε παιδιά, κυριακάτικα και δε μ' αφήσατε δυο ώρες τώρα να χαρώ τον μεσημεριάτικο τον ύπνο μου, νταπ, ντουπ, ντουπ, ντουπ, δύο ώρες; Κ εγώ το είχα πάρη δίπλα ανάμεσα στης κουμαριές, στον ίσκιο ενός ορνιού, κ' έλεγα να χορτάσω τον ύπνο. — Τίποτα, μπάρμπα Τριαντάφυλλε, τίποτα, είπεν εν αμηχανία ο Νικολός.
Το βέβαιον είνε, ότι είχε και τον Μπάρμπα-δήμαρχον η Μιλάχρω. Αλλά τι να σου κάμη και αυτός ο δυστυχής; Αυτός ήτο γεννημένος να κόπτη κλάρες και κατά λάθος τον υπάνδρευσαν. Τι να σου κάμη; — Δεν είσαι για τίποτε! του έλεγεν η Μιλάχρω, επάνω εις τους θυμούς της. — Εγώ δεν είμαι για τίποτα; απήντα υπερηφάνως ο Μπάρμπα-δήμαρχος.
Άξαφνα όμως πηδάει όξω από την πατουλιά η Κλανομάρω και φωνάζει τρομασμένη· — Μη καπετάνε! μη, είμ' εγώ! Μη για το Θεό! Κράτησε ο στρατηγός τ' άλογο και κάνοντας τάχα πως παραξενεύτηκε και πως δεν κατάλαβε τίποτα, λέει 'σ την Κλανομάρω· — Ωρέ, εσύ εδώ μέσα, ωρέ Μάρω; — Τι να κάμω, καπετάνε, βούλωσε το ντουφέκι μου και δε μπόργα να πολεμήσω.
ΑΝΑΤ. Ετούτος ούλα να τα τζακίση αγάλλια αγάλλια.... εγώ είπα.. α τζανούμ χιώτη τρελό είναι, μέτισε κιόλας, αρτίκ τίποτα ντε τ' αφίσει σουφρά απάνω, ένα ένα ούλα τα τσακίσει. ΧΙΟΣ. Τι και; ΞΕΝ. Εν είναι — σιμάρματα ΧΙΟΣ. Κι' αμέ διαβότρου γυέ, κι' εν έχεις πούπετις μαθέ, κι' εν είν' καμιά λύρα, καμιά σφυρίχτρα. ΑΝΑΤ. Μπρε καμπα ζουρνά μπιλέμ ντεν έχει. ΞΕΝ. Εν είναι — εν είναι. ΣΚΗΝΗ ς'.
Έτσι είπε, κι' έστειλε να παν τους άλλους βασιλιάδες, μα μείνανε τ' Ατριά οι διο γιοι κι' ο θεϊκός Δυσσέας 310 κι' ο Δομενιάς κι' ο Νέστορας κι' ο Φοίνικας ο γέρος ναν τον παρηγορήσουνε, που δίχως πια να πάψει βόγγαε· μα τίποτα για αφτόν παρηγοριά δεν είχε, ως νάμπει στης σφαγής ξανά το ματωμένο στόμα.
Ανάθεμα τα γηρατειά κι' εκείνον οπού τάχει!... το ένα κι' άλλο μάτι μου τρεμόσβυστο καντύλι, γουργούραις, ξεφυσήματα, κι' αδιάκοπο συνάχι, που κάθε δευτερόλεπτο αλλάζω και μαντύλι. Ανάθεμα τα γηρατειά!... βογγώ λαχανιασμένος και τίποτα δεν 'βρίσκεται για να με ξεκουράση... ας είναι δεκατέσσαρες φοραίς αφορισμένος εκείνος οπού εύχεται ανθρώπου να γεράση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν