Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Η είδηση τίποτα δεν έγραφε κι' ο Ρένας σκέφτηκεν ότι οι εφημερίδες του μέλλοντος δε θα έχουνε τις ατέλειες των τωρινών. Οι ώρες περνούσαν άεργες και παράξενες μέσα στο καράβι.
Αυτά τα θεάματα διπλασιάσανε τις συζητήσεις κι' όσον δε συζητούσανε, η ανία ήτανε τόσο υπερβολική, που η γριά τόλμησε μια μέρα να τους πη: — Θάθελα να ξέρω τι ναι χειρότερο: νάχεις βιαστή εκατό φορές από νέγρους πειρατές, να σούχουν κόψει τόνα κωλομέρι, νάχης ξυλοκοπηθή από τους Βουλγάρους, νάχης μαστιγωθή και κρεμαστή σ' ένα άουτο- νταφέ, νάχης σκιστή με το μαχαίρι, νάχης τραβήξη κουπί σε γαλέρα, νάχης όλες τις δυστυχίες, που έχουμε μεις περάσει, ή να μένης δω, χωρίς να κάμνης τίποτα;
Δεν θέλει να βλέπη τίποτα σκοτεινό στην πρόσχαρη εικόνα της ζωής του. — Ποιας ηλικίας τάχα να είνε τα παιδιά; ρωτά πάλι. Εκείνος σκυθρωπάζει: Μα τον παρασκότισε! Γύρω του ακούονται φωνές ανυπόμονες· σπρώχνει ο ένας τον άλλον· θέλουν να τον βγάλουν από τη θυρίδα. Έμαθε πως ζουν τ' αδέρφια του· δεν τον φτάνει; Είνε και άλλοι που λαχταρούν για τους δικούς των, που δεν ξεύρουν καθόλου τι γίνονται.
— Μπονάτσα και σήμερα! Επανελάμβανε καθ' εκάστην προς την σύζυγόν του. Και αρεσκόμενος να φοιτά εις του Γιωργή της Θασίτσας, όπου μόνον ανεμιμνήσκετο, ως έλεγε, των τρικυμιών της θαλάσσης, λέγει ημέραν τινά προς τον οινοπώλην. — Μωρέ παιδί μου, δεν έχει και καμμιά φουρτούνα, μωρέ Γιωργή μου; — Φουρτούνες; Άλλο τίποτα! απήντα ο Γιωργής της Θασίτσας.
Τίποτα! πώς είνε δυνατόν; Ξαναρωτάει: — Αρχάγγελο το λεν έχει φιγούρα δέλφινα... έχει στα μεσανό κατάρτι κόφα· Σπετσιώτικο χτίσιμο. Και κολλά περίεργα τα μάτια στου υπαλλήλου το πρόσωπο, αφτιάζεται προσεχτικά τους κρότους που βγάζει ξερούς, συγκρατητούς σαν οδοντοχτύπημα κρυομένου η μηχανή. Τα σωθικά του λαχταρούν, φεύγουν τα σανίδια από τα πόδια του· λιποθυμίας αύρα τον περιζώνει παντού.
Και στην πλώρη καθησμένος ο μηχανικός με το τσιμπούκι αναμμένο εκουβέντιαζε ράθυμα και αναπαυτικά με τον Καλέμη σαν να ήσαν στο τραπέζι κάποιας ταβέρνας. Ο Αιγινήτης επήγε μακριά κ' έρριξε τον βουτηχτή του. Όμως δεν εύρισκε τίποτα εκεί και τραβώντας εμπρός έσυρε το καΐκι πάλι δίπλα στο καΐκι του Πίπιζα.
Μόλις σαν χελιδονάκι που σιγοπετά προμηνώντας την άνοιξι εφαινόταν το καράβι ασώματο μακριά, λέγεις και ήταν της διψασμένης φαντασίας μας δημιούργημα. Και όμως επίστεψα πως μας είδε, πως άκουσε τις φωνές, εγνώρισε τον κίνδυνο κ' ερχόταν βόλι καταπάνω μας. Ήρθε μάλιστα στιγμή που αφήσαμε μάρμαρο τις τρόμπες έτρεξε καθένας στην πλώρη για να εύρη τίποτα χρειαζούμενο να πάρη μαζί του.
Ωστόσο ο Αγαθούλης υπερτερούσε κάπως τον Μαρτίνο, στο ότι έλπιζε πάντα να ξαναϊδή τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη, ενώ ο Μαρτίνος δεν έλπιζε τίποτα: επί πλέον είχε χρυσάφι και διαμάντια· και μολονότι είχε χάσει εκατό μεγάλα πρόβατα κόκκινα, φορτωμένα από τους πιο μεγάλους θησαυρούς της γης, μολονότι είχε πάντα στην καρδιά του την ατιμία του ολλανδού πλοιάρχου, ωστόσο, σαν συλλογιζόταν αυτά, που του μείνανε στις τσέπες, και σαν μιλούσε για την Κυνεγόνδη, μάλιστα στο τέλος του φαγητού, έκλινε τότε προς το σύστημα του Παγγλώσση.
Έπειτα έχει και λεφτά στην τράπεζα.» «Τα μέτρησες εσύ, βλάκα; Α, Έφις, μα την πίστη μου σε ταΐζουν κουτόχορτο, αντί για ψωμί. Πες μου, πόσα σου χρωστάνε τώρα οι ευγενικές σου κυράδες;» «Τίποτα δεν μου χρωστάνε. Εγώ χρωστάω τα πάντα σ’ αυτές.» «Πάψε, γιατί θα σε ρίξω στο ποτάμι. Άκου, τώρα θα συνεχίσετε να κάνετε χρέη, για να συντηρείτε το νεαρό.
Δεν έδειξε ούτε την Άσπρη ούτε τη Μαύρη Θάλασσα. — Κάτω· μου κάνει, δίνοντας μπηχτή. Δεν υποψιάστηκα τίποτα και άρχισα να τον πειράζω. Η μαστίχα μου εκέντησε φοβερά την όρεξι κ' εμυριζόμουν λιμασμένος την τσίκνα του μαγεριού. Εκεί έβραζε το αθάνατο φαγί μας. Και φαίνεται δεν ήμουν εγώ μόνος που επεινούσα. Ήταν όλο το πλήρωμα. Τι τα θέλεις; Ο ναύτης δεν είνε πλασμένος για το καθησιό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν