Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Όσο μ' ευφραίνουν γίδες τόσο και συ μ' ελύπησες που σβήστηκες κ' εχάθης. Μοίρα σκληρή που μούλαχεν! Αλλοίμονο σε μένα! ΚΟΡΥΔΩΝ Θάρρος χρειάζεται η ζωή κι όλα καλλιτερεύουν Οι ελπίδες για τους ζωντανούς και μόνο οι πεθαμμένοι τίποτα δεν προσμένουνε, τίποτα δεν ελπίζουν. Άλλοτε βρέχει ο ουρανός κι άλλοτε ξαστερώνει. ΒΑΤΤΟΣ Ας έχω θάρρος.
Άκουσαν οι γυναίκες στις αυλές-πουν' ταυτί τους μαθημένο-και βγήκανε στις πόρτες• μερικές κιόλας, που τις έτρωγε η περιέργεια, πήραν τον ανήφορο ίσαμε μπροστά στο σπίτι. . . Είχε νυχτώσει πια. . . Ηύραν ευκαιρία οι Χαρζανοπουλίνες με τη σύμμαχο τους να κάνουν ταχτικήν υποχώρηση: δεν ηθέλανε να τις ιδούν οι προστυχάντσες, γιατί βαστούσαν πολύ στην αξιοπρέπεια!-Τα χάλια τους !. . να τις βλέπατε πως ξεγλίστρησαν έξω απ’ την πόρτα να κρυφτούνε στη δική τους!. . . Βγήκε κ' η Ευρυδίκη, νικήτρια ! Μα η νίκη της ήτονε συφορά και χαλασμός αλάλητος : τίποτα δε βρισκόταν απάνω στο κεφάλι της απ’ όσα τόχε φορτώσει το πρωί.
Ο Δούκας ήτανε νέος, ισχυρός, αγαθός. Τον εδέχθη σαν έναν ευπρόσδεκτο ξένο. Για να κάνη χαρά και τιμή στον Τριστάνο, τίποτα δεν παράλειψε. Αλλά ούτε η περιπέτειες ούτε η γιορτές μπόρεσαν να καταπραΰνουν την αγωνία του Τριστάνου. Μια μέρα που ήτανε καθισμένος δίπλα στο νεαρό Δούκα, τόσο θλιμμένη ήταν η καρδιά του, που αναστέναζε χωρίς να το καταλαβαίνη, δυνατά.
Επίμενα όμως πάντα να ρίχνω κάτω κατά την προσταγή κρύον, σκληρόν, απελπιστικόν τον λόγο μου: — Τίποτα! — Έτσι; είπε· καλά· φέρε απάνω το 'κόνισμα. Κ' ετίναξε σύγκαιρα τέτοια αγριοβλαστήμια που και το ξύλο &ακόμη ανατρίχιασε. Δεν ήταν άθεος ο καπετάν Δρακόσπιλος ήταν όμως θαλασσινός. Οι βλαστήμιες σ' εμάς είν' ένα από τα προστάγματα που κυβερνιέται το πλεούμενο.
Είναι αλήθεια όμως πως η Πιπίτσα μου είπε και τούτο. Ο Σταύρος δεν έφταιγε ο καημένος που έφυγε. Όλα τάφταιγε ο πατέρας που τον καταπίεζε. Τότε μ' έπιασε μια περιέργεια και την παρακάλεσα να μου πη όλα όσα ξέρει. Μα αυτή μου είπε πως παραπάνου απ' αυτά δεν είξερε τίποτα, και πως κι αυτά που μου είπε δεν είναι μυστικά. Όλος ο κόσμος τα έχει μάθει.
Τη ζωή του άνθρωπου δεν την είχε για τίποτα. Χάλαε και χάλαε καθημερνά και ποτέ δε μετάνοιωνε. Μα η καταστροφή μιας φυτιάς τον έρριχνε σε μελαγχολία. Είναι αλήθεια πως ο ίδιος έκαψε κι αφάνησε λόγγους και δάση από την ώρα που τον έστειλε η Μοίρα, κακή πληγή, στους Ευμορφόπουλους. Δεν το έκανε όμως χωρίς ανάγκη. Το έκανε για να πολεμήση τον άνθρωπο.
Μα δεν τολμούσανε να δοκιμάσουν και το τρίτο γιατρικό, να πλαγιάσουν αφού γδυθούν, επειδή ήτανε πολύ αδιάντροπο όχι μονάχα για παρθένες παρά και για νιους γιδάρηδες. Πάλε λοιπόν είχαν αγρύπνιες και θυμόντανε όσα είχανε γίνει και παραπονιόντανε για όσα είχαν αφίσει: — Και φιληθήκαμε, μα κανένα διάφορο· αγκαλιαστήκαμε, και τίποτα περισσότερο απ' αυτό.
Αλλ' όμως μου φαίνεται ο Ηρακλής πως είναι αυτός που φθάνει. Οι αυτοί.—ΗΡΑΚΛΗΣ ΗΡΑΚΛΗΣ Στον φίλον πρέπει, Άδμητε, τίποτα να μην κρύβης μέσα στα βάθη της ψυχής, και ελεύθερα να λέγης τι σου συμβαίνει. Μια φορά που ευρέθηκα κοντά σου είχα και την αξίωσιν να θεωρούμαι φίλος στη συμφορά σου.
Μα δεν πίστεψα, γι' αυτό έτρεχα να σε προφθάσω 'ς τον δρόμο. Eπανέλαβεν η Φουλίτσα και είτα πάλιν ηρώτησε· — Δέσατε παντρειές; — Τώρα τα Χριστούγεννα. 'Σάν πάρ' τα δέκατα, λέει, ο κυρ-Δμάκης. Τώρα δεν αδειάζει, λέει. — Ξέρς τίποτα; διέκοψεν η Φουλίτσα μετά τινος φανεράς χαιρεκακίας. Φέτος, λένε, θα του τα πάρουν τα δέκατα· θα τα πάρη, λέει, ο καπετάν- Παρμάκης. Θα τον χτυπήσ' καλά και καλά, λέει.
— Μην τα ρωτάς, παιδί μου . . . Μεγάλη συφορά μου επενέβηκε, ήρχισε να λέγη η Γιαννού. Είτα ανήσυχος ηρώτησε· — Μην είν' εδώ ο κυρ Αναγνώστης; — Όχι, δεν είν' εδώ· τόσο νωρίς δεν έρχεται, είναι στον καφενέ . . . Αχ! θεια Χαδούλα, κ' εγώ έλεγα πώς να κάμω να 'ρθώ στο σπίτι, να σου 'πω τα τρέχοντα . . . — Έμαθες τίποτα;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν