Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Η θλίψη τώρα είχε φύγει από το νεκρικό θάλαμο σαν πουλάκι φοβισμένο. Το αίσθημα υποχώρησε στα λόγια. Δεν ηύρε θέση να τρυπώση παρά στα στήθη της Ελπίδας και τον Δημητράκη. Οι ξένοι μ' ένα στεναγμό έβγαλαν και το βάρος από πάνω τους. Σήκωσαν το κεφάλι, κύτταξαν προσεχτικά το ρήτορα και τα πρόσωπά τους δείχνονταν γαληνεμένα σα να μην έγινε τίποτα. Δεν ήταν όμως έτσι και τα δυο παιδιά.
— Αμ' τι, μαθές, νταούλια. Ζυγόνω να διώ.. τίποτα ντιπ και τ' άργανα έβαζαν τη ρεμματιά και τα παιγνίδια λάλαγαν.... Δαιμόνοι είτανε, κυρ λοχία! Κι ο λεβέντης έρριξε τα κούτσουρα και τα ξεράδια απάνω στη θράκα της φωτιάς, στρυμώχτηκε κοντά στους άλλους, κι άρχισε να πυρώνη τα ποδάρια του και τα χέρια του. Ο λοχίας άναψε.
ΑΝΝΟΥΛΑ Δεν έχω καμιά δυσκολία να σας πω ποιος μου τα είπε• Να, προχτές που πήγα στο σπίτι της Πιπίτσας, είδα και τον αδερφό της, το μεγάλο της αδερφό, τον ξέρετε. Αυτός με ρώτησε για το Σταύρο, χαμογελώντας με πονηριά, αν μας γράφη ταχτικά, αν ξέρουμε πού βρίσκεται τώρα, γιατί δεν ήρθε στο θάνατο της μητέρας και κάτι άλλα τέτοια. Εγώ παραξενεύτηκα γι αυτά και δεν του απάντησα τίποτα.
Μερικοί είναι δυνατώτεροι από τους άλλους. Ο «Ερχομός» του Γύφτου είναι πολύ μουσικός και τρέχει σαν ποτάμι. Άπειρα πράγματα λέει ο στίχος ο όμορφος: Και καρτέραγε τον Τούρκο να την πάρη. Δείχνει όλη την εξάντληση της Πόλης. Δεν είχε πια τη δύναμη να θέλει τίποτα. Ο «Δουλευτής» είναι πολύ δυνατό.
Τότες γυρίζοντας προς αυτόν, του είπε: — Κύριε, πιστεύετε, χωρίς αμφιβολία, πως όλα είναι καλά στον ηθικό και στο φυσικό κόσμο και πως τίποτα δε μπορούσε νάναι αλλιώτικα;
Δεν έχεις τίποτα, κορίτσι μου. — Α! Μπάρμπ' Αλέξανδρε, εψέλλισεν ασθενώς. Πότε θα μου πης πάλι τα θεία... τραγούδια; — Όποτε θέλεις, Κούλα μου. Άμα γείνη αγρυπνία εις τον Άγιον Ελισσαίον να έλθης να σου τα πω. — Να μου τα πης. Μα θα τ' ακούσω; — Άμα προσέχης, θα τ' ακούσης ... — Ωχ! Εστέναξεν, έκλεισε τα όμματα και δεν μου ωμίλησε πλέον. Της έφεραν χρίσμα, έλαιον από την κανδύλαν.
Σε δέκα μέρες μέσα κιτρίνισε και μαράθηκε κ' έγινε σαν το θειαφοκέρι «Βρε καλέ μου, βρε κακέ μου. Τι έπαθες;» Τίποτα αυτός. Τσιμουδιά! Το χαβά του. Τον πόναγε η ψυχή μου. Κάναμε και κακό ταξίδι, Γεννάρης μήνας· ποδίσαμε και στη Σκύρο· μας κλείσανε οι καιροί, μην τα ρωτάς. Τέτοια γρουσουζιά δεν την ματάχα δει. Σα φτάσαμε με το καλό στο Βώλο, ένα πρωί τονέ χάνω. Αγγελής εδώ, Αγγελής εκεί. Τίποτα.
— Τα άνοιξε, . . . δεν έχει τίποτα, απήντησεν εκείνος καθήμενος πλησίον του αμαξηλάτου, και η άμαξα έφυγε δρομαία. Απήλθομεν βραδυπατούντες εις τας οικίας μας και εσχολιάζομεν καθ' οδόν τα συμβάντα. Δεν είχαμεν, ως σου έλεγα, φίλον του Αλέξανδρον, ούτε είχαμεν κατορθώσει να τον οικειωθώμεν. Αλλ' η ζωηρά του φύσις μας ήτο συμπαθής, και πολύ ηυχαριστήθημεν, ότι δεν είχε πάθει τίποτε.
Μα εκείνα δεν θέλουν να τον ακούσουν. Μαυλίζει ξαναμαυλίζει· τίποτα! Κάπως εθύμωσαν με τα λόγια του κ' ερρίχθηκαν λυσσαμένα, κάνοντας άνω — κάτω τον τόπο περίγυρα. Άκουες φωνές, κλάματα, μοιρολόγια, βρισές, βλαστήμιες, δοντοτριξήματα, μουγκρίσματα, τραγούδια, τούμπανα, βιολιά και λαγούτα, συγκρατητά σφυρίγματα. Ο αέρας εγέμισεν από γλώσσες αόρατες, που καθεμιά είχε και τον σκοπό της.
«Έτσι, είπαν μέσα τους, μια υπερφυσική μουσική εσκέπαζε το καράβι του Αγίου Βρεντάν όταν αρμένιζε κοντά στα Νησιά της Τύχης απάνω σε μια θάλασσα άσπρη όπως το γάλα». Πήραν τα κουπιά και τράβηξαν γρήγωρα για να φθάσουν τη βάρκα, που πήγαινε στην τύχη και τίποτα δε φαινότανε να ζη μέσα εκτός από τη φωνή της άρπας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν